ἁμαξοπληθής
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ἁμαξοπληθές, (πλῆθος) large enough to fill a wagon, λᾶας E.Ph.1158; λίθος Aen.Tact.32.5; ὄστρεια Luc. VH1.41.
Spanish (DGE)
-ές
• Prosodia: [ᾰ-]
de una carretada, como para llenar un carro λᾶας E.Ph.1158, λίθος Aen.Tact.32.5, ὀστρεία Luc.VH 1.41.
German (Pape)
[Seite 116] ές, groß genug, einen Wagen zu füllen, Eur. Phoen. 1158 λᾶας.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui pourrait remplir un chariot.
Étymologie: ἅμαξα, πλῆθος.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαξοπληθής: Eur., Luc. = ἁμαξιαῖος.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξοπληθής: -ές, (πλῆθος) ὁ ἀρκούντως μέγας, ὅπως πληρώσῃ ἅμαξαν, ὡς τὸ ἁμαξιαῖος, Εὐρ. Φοίν. 1158· πρβλ. χειροπληθής.
Greek Monolingual
ἁμαξοπληθής, -ές (Α)
αυτός που έχει τόσο όγκο, ώστε να γεμίζει μια άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + -πληθής < πλῆθος.
Greek Monotonic
ἁμαξοπληθής: -ές (πλῆθος), αρκετά ευρύς ώστε να χωρέσει μία άμαξα, όπως το ἁμαξιαῖος, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἄμαξα, πλῆθος
large enough to fill a wagon, like ἁμαξιαῖος, Eur.