ἄνοος
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
English (LSJ)
ἄνοον, contr. ἄνους, ἄνουν, without understanding, silly, κραδίη Il.21.441; ψυχή Pl.Ti.44a, etc.; of persons, S.Ant.99; ἄνους τε καὶ γέρων ἅμα ib.281; πλοῦτος ἄνους = wealth without wit, AP9.43 (Parmen.): Comp. ἀνούστερος A.Pr.987: Sup. ἀνούστατος Pherecr.19D. Adv., Comp. ἀνουστέρως S.Fr.589.1.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): contr. ἄνους, -ουν S.Ant.281
• Morfología: [compar. ἀνούστερος A.Pr.987, sup. ἀνούστατος Pherecr.203A]
1 necio κραδίη Il.21.441, ψυχή Pl.Ti.44a, πλοῦτον ἄ. riqueza sin entendimiento, AP 9.43 (Parmen.)
•de pers. insensato de Antígona, S.Ant.99, ἄνους τε καὶ γέρων ἅμα S.Ant.l.c., αὐτοί Cleanth.Fr.Poet.1.26, ἄνθρωπος Gr.Naz.M.37.181C, ὁ Ἰακώβ Gr.Nyss.Apoll.145.11
•sup. neutr. adv. ὡς ἀνούστατα ... διαζῇν Cyr.Al.M.71.209D.
2 que no tiene inteligencia de anim. περιστερά LXX Os.7.11, οὔτε ὁ νοῦς ἄλογος, οὔτε ἄνους ὁ λόγος Ath.Al.Dio.23.3
•que no presta atención ὦτα παρέχω ἄνοα αὐτῷ POxy.237.6.22 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 241] zsgz. ἄνους, unverständig, sinnlos, κραδίη Il. 21, 441. – Compar. ἀνούστερος Aesch. Prom. 989. Oefter bei Plat. u. sonst.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
insensé, irréfléchi, imprudent;
Cp. ἀνούστερος.
Étymologie: ἀ, νοῦς.
Russian (Dvoretsky)
ἄνοος: стяж. ἄνους 2 неразумный, безрассудный, безумный Hom., Aesch., Soph., Plat., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνοος: οον, συνῃρ. ἄνους, ουν, ὁ ἄνευ νοῦ, μωρός, κραδίη Ἰλ. Φ. 441· ψυχὴ Πλάτ. Τίμ. 44Α. κτλ.· ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, Σοφ. Ἀντ. 99· ἄνους τε καὶ γέρων ἅμα αὐτόθι 281· ἄνους ἐφόνευσα, ἐν τῇ ἀνοίᾳ μου, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 547· ἀλλ’ ὁ Μέκλερος διώρθωσε τὸ χωρίον: καὶ γὰρ ἂν οὓς ἐφόνευσ’, ἔμ’ ἀπώλεσαν, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ· πλοῦτος ἄνους, πλοῦτος ἄνευ νοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 43: ― Συγκρ. ἀνούστερος Αἰσχύλ. Πρ. 987, Σοφ. Ἀποσπ. 514· πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 143.
English (Autenrieth)
silly, foolish; κραδίη, Il. 21.441.
Greek Monolingual
άνουν (AM ἄνους και ἄνοος, ἄνοον)
1. άμυαλος, ανόητος
2. επιπόλαιος, ασύνετος
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από άνοια.
Greek Monotonic
ἄνοος: -ον, συνηρ. ἄ-νους, -ουν, αυτός που δεν έχει νόηση, ανόητος, μωρός, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· συγκρ. ἀνούστερος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
without understanding, foolish, silly, Il., Soph., etc.:—comp. ἀνούστερος, Aesch.
Translations
foolish
Albanian: budalla; Arabic: أَحْمَق, غَبِيّ, سَفِيهٌ, مُغَفَّل; Armenian: հիմար, տխմար, ապուշ; Asturian: neciu, ñeciu; Azerbaijani: ağılsız, axmaq; Belarusian: дурны; Bengali: মূর্খ; Breton: sod; Bulgarian: неразумен, глупав; Burmese: မိုက်မဲ; Catalan: ximple; Cherokee: ᎤᎸᏓᎴᏍᎩ; Chinese Cantonese: 傻, 笨; Mandarin: 笨, 傻, 蠢, 愚蠢的; Chuukese: tiparoch; Czech: pošetilý, hloupý; Danish: tåbelig, dum; Dutch: onverstandig, dom; Esperanto: malsaĝa, stulta; Estonian: rumal, narr, tobe, loll; Faroese: býttur, býttisligur, óvitskutur, fávitskutur; Finnish: houkkamainen; French: sot, stupide, bête, idiot; Galician: necio; Georgian: სულელი; German: dumm, närrisch, töricht; Gothic: 𐌳𐍅𐌰𐌻𐍃, 𐌿𐌽𐍆𐍂𐍉𐌸𐍃; Greek: ανόητος; Ancient Greek: ἀβέλτερος, ἀδόλεσχος, ἀκαίριος, ἄκαιρος, ἀλίθιος, ἀλιτόφρων, ἀλόγιστος, ἄνοος, ἄνους, ἀπειράγαθος, ἄσοφος, ἀσύφηλος, ἀφραδής, ἄφρενος, ἄφρων, βαβύρτας, εὐήθης, εὐηθικός, ἠλίθιος, κακόβουλος, κακοφραδής, κεπφαττελεβῶδες, κεπφαττελεβώδης, κέπφος, κεπφώδης, κωφός, λαθίφρων, μάταιος, μωρός, νενίηλος, νηπύτιος, νήφρων, φλύαρος, φλυαρώδης; Hebrew: מטופש, טיפשי; Hindi: मूर्ख; Hungarian: buta; Icelandic: heimskur; Ido: dessaja; Irish: leibideach, díchéillí, aimhghlic; Italian: babbeo, sciocco; Japanese: 愚かな, 馬鹿げた, 馬鹿な; Kabuverdianu: tolobásku; Khmer: ភ្លើ; Korean: 어리석다, 둔하다; Ladino: bovo; Latin: fatuus, stultus, morus, ineptus; Latvian: muļķīgs, dumjš, neprātīgs; Lithuanian: kvailas, neprotingas; Luxembourgish: domm, topeg; Macedonian: глупав; Manx: ommidjagh, blebbinagh, neuhushtagh, meecheeallagh, sou-cheayllagh, bolvaneagh; Maori: manuware, nenekara, rūrūwai, heahea, wawau; Norwegian Bokmål: tåpelig, dum; Oromo: gowwaa; Ottoman Turkish: خفیف; Persian: احمق, ببو; Polish: niemądry, głupi; Portuguese: idiota, tolo; Romanian: prost, tont, nerod; Russian: глупый, дурацкий, дурной, идиотский; Sardinian Campidanese: bovu, bacciloi, lolloi, managu, mengòsu; Logudorese: dòndoro, ménzu, menzosu, bovu; Scottish Gaelic: amaideach, faoin; Serbo-Croatian Cyrillic: будаласт, глуп; Roman: budalast, glup; Sidamo: gowwa; Slovak: pochabý, hlúpy; Slovene: neumen, butast, trapast; Spanish: tonto, necio, imprudente; Swedish: dåraktig, dum; Telugu: మూర్ఖ, పిచ్చి; Thai: โง่; Tocharian A: āknats; Tocharian B: aknātsa; Turkish: ahmak, akılsız, aptalca, enayice, sersem, angut; Ukrainian: дурний; Urdu: مورکھ; Vietnamese: dại dột; Volapük: fopik; Yiddish: נאַריש