ἐκβοηθέω
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
march out to aid, πανδημεί Hdt.6.16; ἐς τὸν Ἰσθμόν Id.9.26: abs., Polyaen.1.1.3, Plu.2.773f; make a sally, Th.1.105, Thphr. Char.25.3.
Spanish (DGE)
milit. partir o acudir en auxilio, en defensa gener. para hacer frente a un ataque enemigo ἐξεβοήθεον πανδημεὶ καὶ ἀπέκτειναν τοὺς Χίους Hdt.6.16, ἐς τὸν Ἰσθμόν Hdt.9.26, ἐκ τῶν Μεγάρων Th.1.105, ἐξεβοήθει καὶ αὐτὸς πρὸς τὰ ὅρια σὺν τοῖς περὶ αὐτόν acudió personalmente a defender las fronteras junto con su guardia personal X.Cyr.1.4.18, ἐξεβοήθει τήνδ' ἔχων τὴν ἀσπίδα Men.Asp.107, πάνυ γενναίως καὶ προθύμως Plb.1.30.11, ὡς εἶχε τάχους D.H.2.43, ἡ τροπὴ τῶν ἐκβοηθησάντων la puesta en fuga de las tropas de socorro Str.8.3.28, cf. X.HG 1.4.22, Aen.Tact.15.4, Thphr.Char.25.3, D.S.15.14.4, I.BI 3.487, Polyaen.1.1.3, Plu.Crass.11, Paus.1.28.9, raro no milit. νεανίσκων πολλῶν ἐκβοηθούντων Plu.2.773f.
German (Pape)
[Seite 754] ausrücken, um Beistand zu leisten; εἰς τὸν ἰσθμόν Her. 9, 26; einen Ausfall machen, von Belagerten, Thuc. 1, 105 u. A.
French (Bailly abrégé)
ἐκβοηθῶ :
1 partir pour porter secours;
2 faire une sortie.
Étymologie: ἐκ, βοηθέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκβοηθέω:
1 устремляться на выручку, спешить на помощь Her., Plut.;
2 совершать вылазку (ἐκ τῶν Μεγάρων Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβοηθέω: ἐξορμῶ ὅπως βοηθήσω τινὰ, ἐξεβοήθεον πανδημεὶ Ἡρόδ. 6, 16· ἐς τὸν Ἰσθμὸν ὁ αὐτ. 9. 26· κάμνω ἔξοδον, Θουκ. 1. 105.
Greek Monotonic
ἐκβοηθέω: μέλ. -ήσω, ορμώ, σπεύδω προς βοήθεια, σε Ηρόδ.· πραγματοποιώ έξοδο, σε Θουκ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to march out to aid, Hdt.: to make a sally, Thuc.