ἐκνέμομαι
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκνεμοῦμαι, ao. Pass. ἐξενεμήθην;
mener paître ; conduire au dehors.
Étymologie: ἐκ, νέμω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκνέμομαι:
1 досл. пасти, перен. питать: μηδεμιᾶς λύπης τὴν διάνοιαν ἐ. Luc. никакой печалью не омрачать своего настроения;
2 уходить: ἄψορρον πόδα ἐ. Soph. уходить обратно.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκνέμομαι: μέσ. μετ’ ἀορ. ἐξενεμήθην· ― καταβόσκομαι, καταβιβρώσκω, Λατ. depascor, τι Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 16, 1· λύπης τὴν διάνοιαν ἐκνεμομένης Λουκ. Ἔρωτες 25. ΙΙ. μεταφ., ἀπομακρύνω, οὐκ ἄψορρον ἐκνεμεῖ πόδα; Σοφ. Αἴ. 369, πρβλ. Πινδ. Ν. 6. 27.
Greek Monotonic
ἐκνέμομαι: Μέσ. με Παθ. αόρ. αʹ ἐξενεμήθην, βγάζω για βοσκή· μεταφ., ἐκνέμεσθαι πόδα, στρέφω, γυρίζω, στρίβω το πόδι κάποιου, δηλ. απομακρύνω κάποιον, σε Σοφ.
Middle Liddell
Mid. with aor1 pass. ἐξενεμήθην
to go forth to feed: metaph., ἐκνέμεσθαι πόδα to turn away one's foot, Soph.