ἐμπίεσμα

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπῐεσμα Medium diacritics: ἐμπίεσμα Low diacritics: εμπίεσμα Capitals: ΕΜΠΙΕΣΜΑ
Transliteration A: empíesma Transliteration B: empiesma Transliteration C: empiesma Beta Code: e)mpi/esma

English (LSJ)

-ατος, τό, depressed cranial fracture, Id.Fract.6, Heliod. ap. Orib.46.14.1, Paul.Aeg.6.90.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
fractura deprimida craneal, Sor.Fract.1, 6, 9, cf. Heliod. en Orib.46.14.1, Paul.Aeg.6.90.1.

German (Pape)

[Seite 812] τό, das Eingedrückte, bes. Hirnschalenbruch, Gal.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπίεσμα: τό, πίεσις, ῥῆξις τοῦ ἐγκεφάλου, Γαλην.

Greek Monolingual

το (AM ἐμπίεσμα)
1. αυτό που έχει προκληθεί από πίεση προς τα μέσα
2. κάταγμα πλατέος οστού με υποχώρηση του σπασμένου τμήματος προς τα μέσα
νεοελλ.
θλάση ή εκδορά στην εσωτερική επιφάνεια τών πίσω ποδιών του ίππου.