ἐνακόσιοι
ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed
English (LSJ)
αι, α, nine hundred, Th.5.12, SIG495.88(Olbia, iii B.C.), IG5(1).1146.10 (Gytheion, i B.C.), ib.11(2).165.53(Delos, iii B.C.); Ion. εἰνακόσιοι Hdt.2.13, 145.
Spanish (DGE)
-αι, -α
• Alolema(s): jón. εἰνακόσιοι Hdt.2.13, 145; ciren. ἠνακάτιοι SEG 9.2.59 (Cirene IV a.C.); ἐννακ- LXX Ge.5.5, Str.15.2.1, D.S.17.17, Philostr.VA 5.1, PMich.643.30 (IV d.C.); ἐννεακ- Chrys.M.54.615
• Morfología: [lacon. gen. fem. ἐνακοσιᾶν IG 5(1).1146.10 (Gitio I a.C.)]
novecientos ἔτεα Hdt.ll.cc., ὁπλῖται Th.5.12, χρυσοί IPE 12.32.88 (Olbia III/II a.C.), τάλαντα Plb.25.2.10, cf. SEG l.c., OCair.GPW 1.4 (II a.C.), D.S.l.c., Philostr.l.c., PSakaon 22.4 (IV d.C.), en combinación c. otros núm. τρισχίλιαι ἐνακόσιαι εἴκοσι (μναῖ) D.34.25, cf. Is.11.43, IG 11(2).165.53 (Delos III a.C.), LXX l.c., τᾶν τρισχιλιᾶν καὶ ἐνακοσιᾶν ἑξήκοντα πέντε δραχμᾶν IG l.c., (σταδίοι) Str.l.c., cf. Plu.2.733a, PMich.l.c.
German (Pape)
[Seite 826] bessere Form als ἐννακόσιοι, neunhundert, Poppo Thuc. 1, 46.
French (Bailly abrégé)
mieux que ἐννακόσιοι;
αι, α;
neuf cents.
Étymologie: ἐννέα.
Russian (Dvoretsky)
ἐνακόσιοι: ион. εἰνακόσιοι 3 девятьсот Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰκόσιοι: -αι, -α, Θουκ. 1. 46˙ οὐχὶ ἐννακόσιοι διὰ δύο ν, ἴδε ἐπιγρ. Ὀλβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2058A. 88˙ πρβλ. ἐνάκις καὶ τὸν Ἰων. τύπον εἰνακόσιοι, Ἡρόδ. 2. 13, 145.
Greek Monolingual
ἐνακόσιοι και ἐννακόσιοι, -αι, -α, ιων. τ. εἰνακόσιοι (Α)
(απόλ. αριθμ.) αυτοί που αποτελούν ποσότητα εννιά εκατοντάδων, εννιακόσιοι.
Greek Monotonic
ἐνᾰκόσιοι: Ιων. εἰν-, -αι, -α (ἐννέα, ἕκατον), εννιακόσιοι, σε Ηρόδ., Θουκ.
Middle Liddell
adj adj ἐννέα, ἕκατον]
nine hundred, Hdt., Thuc.
Lexicon Thucydideum
nongenti, nine hundred, 5.12.1 [ubi vulgo where commonly ἐνν.].