ἐνυβρίζω

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνυβρίζω Medium diacritics: ἐνυβρίζω Low diacritics: ενυβρίζω Capitals: ΕΝΥΒΡΙΖΩ
Transliteration A: enybrízō Transliteration B: enybrizō Transliteration C: enyvrizo Beta Code: e)nubri/zw

English (LSJ)

A insult or mock one in a thing, τινά τινι S.Ph.342; τινὰ ἐν κακοῖς E.El.68; μήμου ἐνυβρίξῃς ἁγνὸν τάφον Epigr.Gr.195 (Vaxos).
2 c. dat. pers., insult, γυναιξίν Plb.10.26.3, cf. POxy.237 vi 17 (ii A. D.); εἴς τινα D.S.34.2.
3 abs., Ar.Th.720.
4 in Pass., Medic., of ulcers, to be irritated, Sor.1.120.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. contr. ἐνυβριῶ Ar.Th.719; aor. subj. 2a pers. sg. ἐνυβρίξῃς ICr.2.5.49 (Axo I a.C.)]
I 1ultrajar, vejar, violentar c. ac. de pers. τὸ σὸν φράσον αὖθις πάλιν μοι πρᾶγμ' ὅτῳ σ' ἐνύβρισαν S.Ph.342, τοὺς ἀμυήτους Hippol.Haer.5.8.1, c. ac. de cosas y abstr. μή μου ἐνυβρίξῃς ἁγνὸν τάφον ICr.l.c., τὰ ἔργα AP 9.79 (Leon.Alex.), τὸ πνεῦμα τῆς χάριτος Ep.Hebr.10.29, c. ac. int. ὅσα ἐνύβριζον D.S.34/35.2.12, en v. pas. πολλάκις ἐνυβριζόμενος Ath.544c, ἡ ψυχὴ ... ἐν πορνείᾳ καὶ ἀκαθαρσίᾳ ... ἐνυβρισθεῖσα Mac.Aeg.Serm.C 25.5.
2 medic. tratar, cuidar mal en v. pas. ἐνυβριζόμενα τὰ ἕλκη Sor.2.20.22.
3 afear τὸ πρόσωπον Hld.6.11.3.
II intr. ser insolente, actuar con insolencia, con soberbia c. ac. de rel. ἀλλ' οὐ μὰ τὼ θεὼ ... χαίρων ἴσως ἐνυβριεῖς λόγους τε λέξεις ἀνοσίους Ar.Th.719, cf. Phil.Thm.Ep.4, c. giro prep. ἐν τοῖς ἐμοῖς γὰρ οὐκ ἐνύβρισας κακοῖς habla Electra, E.El.68, ὅταν εἰς τὰς ἀλλοτρίας μὴ ἐνυβρίζῃ γυναῖκας Ach.Tat.6.12.5, cf. I.AI 1.47, c. dat. de pers. ταῖς δὲ μὴ προχείρως συνυπακουούσαις ἐνύβριζε se insolentaba con las mujeres que no le obedecían inmediatamente Plb.10.26.3, cf. 15.22.4, τοῖς συνοῦσι Luc.Merc.Cond.35, cf. Tyr.5, POxy.237.6.17 (II d.C.), Ph.2.369, A.Andr.Gr.3.13, c. dat. de abstr. ἐνυβρίζοντα τῇ τύχῃ Plu.Ant.20, τοῖς τῆς φύσεως νόμοις Phalar.Ep.102.

German (Pape)

[Seite 860] Einem übermütig, schmählich begegnen, ihn mißhandeln, τινά τινι, womit, Soph. Phil. 342; absolut, Ar. Ih. 719; ἐν τοῖς ἐμοῖς κακοῖς Eur. El. 68; τινί, Pol. 10, 26, 3 u. öfter, u. a. Sp.; εἴς τινα, Ach. Tat. 6, 12; ὕβριν πᾶσαν, alle Schmach anthun, Hdn. 1, 13, 11. – Pass., gemißhandelt werden, Ath.

French (Bailly abrégé)

1 outrager, insulter dans : τινα ἐν κακοῖς EUR qqn dans le malheur;
2 p. ext. outrager, insulter, acc..
Étymologie: ἐν, ὑβρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνυβρίζω: издеваться, глумиться, оскорблять (τινά Soph., Eur., τινί Polyb. и εἴς τινα Diod., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνυβρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, φέρομαι ὑβριστικῶς, κακολογῶ, ἐμπαίζω, ἀνιῶ τινα ἔν τινι, τὸ σὸν φράσον... ὅτῳ σ’ ἐνύβρισαν Σοφ. Φιλ. 342· τινὰ ἐν κακοῖς Εὐρ. Ἠλ. 68· μή μου ἐνυβρίσῃς ἁγνὸν τάφον, ὦ παροδῖτα Ἀνθ. Παλ. (παράρτ.) 235. 2) μετὰ δοτ. προσ., προσβάλλω ὑβριστικῶς, ταῖς δὲ μὴ προχείρως συνυπακουούσαις ἐνύβριζε Πολύβ. 10. 26, 3· πράττω ὑβριστικὴν πρᾶξιν εἴς τινα, εἰς δὲ τὰς γυναῖκας οὐδ’ ἔστιν εἰπεῖν ὅσα ἐνύβριζόν τε καὶ ἐνησέλγαινον Διοδ. Ἀποσπ. 527. 57. 3) ἀπολ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 719.

English (Strong)

from ἐν and ὑβρίζω; to insult: do despite unto.

English (Thayer)

1st aorist participle ἐνυβρίσας; to treat with contumely: Sophocles on.)

Greek Monolingual

ἐνυβρίζω (AM)
1. κακολογώ, εμπαίζω
2. προσβάλλω, βλάπτω, εξευτελίζω
μσν.
αποδοκιμάζω, αποκηρύσσω με εξευτελιστικά λόγια
αρχ.
1. φέρομαι υβριστικά σε κάποιον
2. παθ. ιατρ. (για πληγή) είμαι ερεθισμένος.

Greek Monotonic

ἐνυβρίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, προσβάλλω, κακολογώ ή κοροϊδεύω, εμπαίζω κάποιον για κάτι, με δοτ., σε Σοφ.· τινὰ ἐν κακοῖς, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ
to insult or mock one in a thing, c. dat., Soph.; τινὰ ἐν κακοῖς Eur.

Chinese

原文音譯:™nubr⋯zw 恩-語不里索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在內-凌辱
字義溯源:褻慢,褻瀆,侮辱,傷害,侮慢;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(ὑβρίζω)=辱罵)組成;其中 (ὑβρίζω)出自(ὕβρις)=淩辱),而 (ὕβρις)又出自(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 褻瀆(1) 來10:29