ἐπιθάπτω
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
A bury again, Philostr.Her.1.3.
II. bury another in the same grave, CIG4341d (Attalia), 4366k (Termessus), sqq.
German (Pape)
[Seite 942] hernach, oder von Neuem begraben, Philostr. Her. p. 670.
Greek Monolingual
ἐπιθάπτω (Α)
1. ξαναθάβω, θάβω δεύτερη φορά
2. τοποθετώ νεκρό σε τάφο όπου υπάρχει κι άλλος θαμμένος.