ἐσχαρίς

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσχαρίς Medium diacritics: ἐσχαρίς Low diacritics: εσχαρίς Capitals: ΕΣΧΑΡΙΣ
Transliteration A: escharís Transliteration B: escharis Transliteration C: escharis Beta Code: e)sxari/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, brazier, Alex.250, Plu.Crass.16, etc.; ἐσχαρὶς χρυσῆ CIG2859 (Branchidae); ἐσχαρὶς ἀργυρᾶ IG12(8).51.22 (Imbros, ii B.C.); used in fishing by night. Ael.NA2.8.

German (Pape)

[Seite 1045] ίδος, ἡ, Kohlenbecken, Räucherpfanne, Alexis bei Ath. XIV, 642 f; Plut. Poplic. 17, öfter, u. a. Sp.; vgl. noch Ael. N. A. 2, 8.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
brasier pour la pêche de nuit (~lamparo).
Étymologie: ἐσχάρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐσχαρίς: ίδος ἡ очаг, жаровня Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσχᾰρίς: -ίδος, ἡ, μικρὸν πύραυνον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 435. Ἄλεξ. ἐν «Φιλίσκῳ» 1, Πλουτ. Κράσσ. 16, κτλ.· ἐσχ. χρυσῆ Συλλ. Ἐπιγρ. 2859· εἶδος φανοῦ ἐν χρήσει πρὸς ἁλιείαν κατὰ τὴν νύκτα, «πυροφάνι», τῆς πρῴρας τῶν ἀκατίων κοίλας τινὰς ἐξαρτῶσιν ἐσχαρίδας πυρὸς Αἰλ. π. Ζ. 2. 8, ἴδε τὴν λ. ἰπνὸς ΙΙΙ.

Greek Monolingual

ἐσχαρίς, ἡ (Α) εσχάρα
1. μικρό πύραυνο, μαγκάλι
2. είδος φανού που χρησιμοποιείται για ψάρεμα τη νύκτα, πυροφάνι.

Greek Monotonic

ἐσχᾰρίς: -ίδος, ἡ (ἐσχάρα), μαγκάλι με κάρβουνα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐσχᾰρίς, ίδος ἐσχάρα
a pan of coals, Plut.

Translations

brazier

Arabic: مَجْمَرَة‎, مِنْقَل‎; Egyptian Arabic: مجمرة‎, شورية‎; Moroccan Arabic: مجمر‎; Bulgarian: мангал; Chinese Mandarin: 火盆; Dutch: kolenbekken, vuurbekken, stoof, komfoor; French: brasier; Galician: braseiro; German: Feuerschale; Greek: πύραυνος, φουφού, μαγκάλι; Ancient Greek: αἴθρανος, ἀνδράχλη, ἀνθράκιον, ἄρουλα, βαῦνος, ἔμπυρον, ἐσχάρα, ἐσχάρη, ἐσχάριον, ἐσχαρίς, θέρμαυστρον, θέρμαυστρος, περίπυρον, πύραυνος, πύραυνον, πυρεῖον; Hindi: अंगीठी, अँगीठी; Italian: braciere; Japanese: 火鉢; Korean: 화로; Kurdish Northern Kurdish: agirdank; Latin: vatillum, foculus; Middle English: chaufour; Polish: koksownik, koksiak; Portuguese: braseiro; Romanian: vas pentru jeratic; Russian: жаровня, мангал; Spanish: brasero; Turkish: korluk, mangal; Urdu: انگیٹھی‎; Walloon: tocoe