ἐτυμολογία

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐτῠμολογία Medium diacritics: ἐτυμολογία Low diacritics: ετυμολογία Capitals: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: etymología Transliteration B: etymologia Transliteration C: etymologia Beta Code: e)tumologi/a

English (LSJ)

ἡ, etymology, Id.16.4.29, D.H.Comp.16, A.D.Adv.153.13, Ph.1.354, etc.

German (Pape)

[Seite 1053] ἡ, Ableitung eines Wortes aus seiner Wurzel u. Nachweisung seiner eigentlichen, wahren (ἔτυμος) Bedeutung in Übereinstimmung mit der dadurch bezeichneten Sache, Etymologie, Strab. XVI, 784; Sext. Emp. adv. gramm. 241; Gramm. u. gehol.

Russian (Dvoretsky)

ἐτῠμολογία: ἡ грам. этимология, истинный, т. е. первоначальный смысл слова (лат. veriloquium) или установление первоначального значения слова Sext. (лат. notatio Cic. и originatio Quint.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐτῠμολογία: ἡ, ἡ ἀνάλυσις λέξεως πρὸς ἀνεύρεσιν τῆς ἀρχῆς αὐτῆς, Στράβ. 784, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16: - μεταφραζομένη εἰς τὴν Λατ. διὰ τοῦ notatio ὑπὸ τοῦ Κικέρωνος (Top. 10). καὶ διὰ τοῦ originatio ὑπὸ τοῦ Κοϊτιλιανοῦ 1. 6, 28.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἐτυμολογία) ετυμολογώ
η αναζήτηση της πρώτης ρίζας και της αρχικής σημασίας τών λέξεων
νεοελλ.
1. γλωσσ. ο κλάδος της γλωσσικής επιστήμης που ερευνά τις αρχικές μορφές (ρίζα, προσφύματα, καταλήξεις κ.λπ.) τών λέξεων, δηλ. την προέλευσή τους, τη γενετική συγγένειά τους με αντίστοιχους τύπους άλλων γλωσσών κοινής καταγωγής, καθώς και την αρχική σημασία τους
2. το ετυμολόγημα, η ανεύρεση της προελεύσεως μιας λέξεως ύστερα από έρευνα, ο καθορισμός της προελεύσεώς της.

Wikipedia EL

Ετυμολογία καλείται ο επιστημονικός κλάδος της Γλωσσολογίας που έχει ως αντικείμενο την ιστορία, την αρχική μορφή και την αρχική σημασία των λέξεων. Ειδικότερα, μελετά την προέλευση των λέξεων αλλά και την πιθανή γενετική συγγένειά τους με αντίστοιχους τύπους των γλωσσών κοινής καταγωγής, με σκοπό την αναγωγή στον αρχικό τύπο (ρίζα, θέμα κλπ.) και στην αρχική σημασία κάθε λέξης.

Για γλώσσες με μακρά γραπτή ιστορία, οι ειδικοί χρησιμοποιούν τα κείμενα αυτών των γλωσσών, και κείμενα σχετικά με τις γλώσσες, για να συγκεντρώσουν γνώσεις σχετικά με το πως χρησιμοποιούνταν οι λέξεις σε προηγούμενα χρονικά στάδια, ή όταν εισήχθησαν στις εν λόγω γλώσσες. Οι μελετητές της ετυμολογίας χρησιμοποιούν επίσης τις μεθόδους της συγκριτικής γλωσσολογίας για να αναδομήσουν την πληροφορία σχετικά με τις γλώσσες που είναι πολύ παλιές ώστε να μην υπάρχει καμία διαθέσιμη πληροφορία για αυτές. Με την ανάλυση συγγενών γλωσσών μέσα από μια τεχνική γνωστή και ως συγκριτική μέθοδος, οι γλωσσολόγοι μπορούν να βγάλουν συμπεράσματα σχετικά με την κοινή μητρική τους γλώσσα και το λεξιλόγιό της. Με αυτόν τον τρόπο, έχουν βρεθεί ρίζες λέξεων που μπορούν να ανιχνευτούν προς τα πίσω στην πηγή, για παράδειγμα, της Ινδο-Ευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας.

Wikipedia EN

Etymology is the study of the history of words. By extension, the etymology of a word means its origin and development throughout history.

For languages with a long written history, etymologists make use of texts, and texts about the language, to gather knowledge about how words were used during earlier periods, how they developed in meaning and form, or when and how they entered the language. Etymologists also apply the methods of comparative linguistics to reconstruct information about forms that are too old for any direct information to be available.

By analyzing related languages with a technique known as the comparative method, linguists can make inferences about their shared parent language and its vocabulary. In this way, word roots in European languages, for example, can be traced all the way back to the origin of the Indo-European language family.

Mantoulidis Etymological

(=ἀνάλυση λέξης, γιά νά βρεθεῖ ἡ ἀρχή της). Ἀπό τό ἔτυμος (=ἀληθινός) + λόγος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα εἰμί.

Translations

etymology

Albanian: etimologji; Arabic: تَأْثِيل‎; Aragonese: etimolochía; Armenian: ստուգաբանություն; Aromanian: etimulughii; Assyrian Neo-Aramaic: ܐܵܛܘܿܡܘܿܠܘܿܓ݂ܝܼܵܐ‎, ܡܲܒܗܘܼܬ ܡܸܠܹ̈ܐ‎; Asturian: etimoloxía; Azerbaijani: etimologiya; Basque: etimologia; Belarusian: этымалогія, этымалёгія; Bengali: শব্দতত্ত্ব; Breton: etimologiezh; Bulgarian: етимология; Burmese: ဗျုပ္ပတ်; Catalan: etimologia; Chinese Cantonese: 語源學, 语源学; Mandarin: 語源學, 语源学,词源学; Corsican: etimulugia; Czech: etymologie; Danish: etymologi; Dutch: etymologie, woordherkomst; Esperanto: etimologio; Estonian: etümoloogia; Faroese: orðaupprunafrøði; Finnish: etymologia; French: étymologie; Galician: etimoloxía; Georgian: ეტიმოლოგია; German: Etymologie; Greek: ετυμολογία; Ancient Greek: ἐτυμολογία; Hebrew: אֵטִימוֹלוֹגְיָה‎; Hindi: व्युत्पत्ति, व्युत्पत्तिशास्त्र; Hungarian: etimológia, szófejtés; Icelandic: orðsifjafræði; Ido: etimologio; Indonesian: etimologi; Interlingua: etymologia; Irish: sanasaíocht; Italian: etimologia; Japanese: 語源学; Kannada: ಪದದ ಹಿನ್ನೆಲೆ; Kazakh: этимология; Khmer: និរុត្តិសាស្ត្រ; Korean: 어원학(語源學), 어원(語源); Kurdish Northern Kurdish: bêjenasî; Kyrgyz: этимология; Latin: etymologia; Latvian: etimoloģija; Lithuanian: etimologija; Luxembourgish: Etymologie; Macedonian: етимологија; Malay: etimologi; Malayalam: നിരുക്തം; Maltese: etimoloġija; Marathi: व्युत्पत्तीशास्त्र; Mongolian Cyrillic: этимологи; Navajo: bizhiʼígíí; Norwegian Bokmål: etymologi; Nynorsk: etymologi; Occitan: etimologia; Pashto: اشتقاق پوهنه‎, فقه اللغت‎, ګړيستنه‎; Persian: ریشه‌شناسی‎, واژه‌پژوهی‎, علم اشتقاق‎, اتیمولوژی‎; Polish: etymologia, źródłosłów; Portuguese: etimologia; Romanian: etimologie; Russian: этимология; Sanskrit: व्युत्पत्ति; Serbo-Croatian Cyrillic: етимологија; Roman: etimologija; Sicilian: etimoluggìa; Sinhalese: නිරුක්ති විද්‍යාව; Slovak: etymológia; Slovene: etimologija; Spanish: etimología; Swahili: etimolojia; Swedish: etymologi; Tagalog: palamuhatan, panuysuyan, etimolohiya; Tajik: этимология; Tamil: சொற்பிறப்பியல்; Telugu: వ్యుత్పత్తి; Thai: ศัพทมูลวิทยา; Tigrinya: ፍልቀተ-ቃል; Turkish: köken bilimi, etimoloji; Turkmen: etimologiýa; Ukrainian: етимологія; Uyghur: ئېتمولوگىيە‎; Uzbek: etimologiya; Vietnamese: từ nguyên học, từ nguyên; Volapük: tümolog; Welsh: geirdarddiad, geirdarddeg; Yiddish: עטימאָלאָגיע

af: etimologie; als: etymologie; ang: wordstǣrcræft; an: etimolochía; ar: علم أصول الكلمات; ast: etimoloxía; az: etimologiya; bar: etymologie; be_x_old: этымалёгія; be: этымалогія; bg: етимология; bh: शब्दइतिहास; bn: ব্যুৎপত্তি; br: etimologiezh; bs: etimologija; ca: etimologia; ckb: وشەڕەتناسی; co: etimolugia; cs: etymologie; cy: geirdarddiad; da: etymologi; de: Etymologie; diq: etîmolojî; el: ετυμολογία; en: etymology; eo: etimologio; es: etimología; et: etümoloogia; eu: etimologia; fa: ریشه‌شناسی; fi: etymologia; frp: ètimologia; frr: etymologii; fr: étymologie; fur: etimologie; fy: etymology; ga: sanasaíocht; gd: freumh-fhaclachd; gl: etimoloxía; gv: bun-ocklaght; he: אטימולוגיה; hi: व्युत्पत्तिशास्त्र; hr: etimologija; ht: etimoloji; hu: etimológia; hy: ստուգաբանություն; ia: etymologia; id: etimologi; io: etimologio; is: orðsifjafræði; it: etimologia; ja: 語源学; kab: tasnettit; ka: ეტიმოლოგია; kk: этимология; kn: ವ್ಯುತ್ಪತ್ತಿಶಾಸ್ತ್ರ; ko: 어원학; ku: bêjenasî; kw: etymologyl; ky: этимология; la: etymologia; lb: etymologie; lg: ensibukula; li: etymologie; lt: etimologija; lv: etimoloģija; mk: етимологија; mr: व्युत्पत्तिशास्त्र; ms: etimologi; mt: etimoloġija; my: စကားဇာစ်မြစ်ပညာရပ်; nds: etymologie; ne: व्युत्पत्तिशास्त्र; nl: etymologie; nn: etymologi; nov: etimologia; no: etymologi; oc: etimologia; os: этимологи; pap: etimologico; pl: etymologia; ps: آرپوهنه; pt: etimologia; ro: etimologie; rue: етимология; ru: этимология; sah: этимология; scn: etimoluggìa; sco: etymology; sh: etimologija; simple: etymology; si: නිරුක්ති විද්‍යාව; sk: etymológia; sl: etimologija; sq: etimologjia; sr: етимологија; stq: etymologie; su: étimologi; sv: etymologi; sw: etimolojia; ta: சொற்பிறப்பியல்; te: పద ఉత్పత్తి శాస్త్రం; tg: решашиносӣ; th: ศัพทมูลวิทยา; tl: etimolohiya; tr: etimoloji; uk: етимологія; ur: اشتقاقیات; uz: etimologiya; vep: etimologii; vi: từ nguyên học; war: etimolohiya; wa: etimolodjince; wuu: 语源学; zh_classical: 語源學; zh_min_nan: gí-goân-ha̍k; zh_yue: 語源學; zh: 语源学