ἔγκεντρος
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
ἔγκεντρον,
A furnished with a sting, (σφῆκες) Arist.HA627b27.
II of stars, occupying a cardinal point, Vett.Val.57.30, Sch.Ptol.Tetr.148.
2 ἔ. κύκλος, opp. ἔκκεντρος, Theo Sm. p.162 H., al.
Spanish (DGE)
-ον
1 provisto de aguijón las avispas, Arist.HA 628b1, cf. 627b27, Hsch.
2 astr. concéntrico ἔ. κύκλος círculo concéntrico op. ἐπίκυκλος Theo Sm.162, 163
•subst. ὁ ἔ. Theo Sm.173, 175, Heph.Astr.App.1.3
•situado en la vertical de un punto cardinal Vett.Val.56.26.
3 fig. agudo, vivo, expresivo ἐγκεντρότερον δὲ ἡμῖν ἀφηγήσατο Pall.V.Chrys.3.78.
German (Pape)
[Seite 707] mit einer Spitze, einem Stachel versehen, von Wespen u. dgl., Arist. H. A. 9, 41. Gegensatz ἄκεντρος. Auch von Pflanzen, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἔγκεντρος: снабженный жалом (σφῆκες Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκεντρος: -ον, μετὰ κέντρου, ἀντίθ. τῷ ἄκεντρος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 41, 11.
Greek Monolingual
ἔγκεντρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κεντρί
2. (για αστέρια) αυτός που βρίσκεται σ' ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
3. φρ. «ἔγκεντρος κύκλος» — κύκλος ομόκεντρος με άλλον.