Ἑρμαῖος
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
α, ον,
A called after Hermes, Ἑρμαῖος λόφος, in Ithaca, Od.16.471 (expl. as = ἕρμαξ by Sch. ad loc.); Ἑρμαῖος λέπας Λήμνου A.Ag.283, cf. S.Ph.1459 (anap.).
2 of Hermes, Λύρη, the constellation Lyra, Arat.674; Ἑρμαῖος, ὁ (sc. μήν), month at Argos, etc., Polyaen.8.33; in Boeotia, IG7.289, al.; in the Aetolian league, GDI1745, al.; cf. Ἑρμαιών.
3 gainful, δαιμόνων δόσις A. Eu.947.
4 fem. Ἑρμαΐς, ίδος, ἡ, κρήνη Hp.Ep.17.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui concerne Hermès, qui provient d'Hermès ; profitable, avantageux;
2 qui porte le nom d'Hermès ou consacré à Hermès.
Étymologie: Ἑρμῆς.
Russian (Dvoretsky)
Ἑρμαῖος: [adj. к Ἑρμῆς 1]
1 Гермесов, посвященный Гермесу: Ἑ. λόφος Гермесов холм на о-ве Итаке, у горы Νήϊον Hom.;
2 Гермесов, ниспосланный Гермесом, т. е. благодетельный, дающий богатство (δαιμόνων δόσις Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
Ἑρμαῖος: -α, -ον, καλούμενος ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἑρμοῦ, Ἑρμ λόφος, ἐν Ἰθάκῃ, Ὀδ. Π. 471· Ἑρμ. λέπας Λήμνου Αἰσχύλ. Ἀγ. 283, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1459: ― ὁ Σχολ. τῆς Ὀδ. περὶ τοῦ Ἑρμαίου λόφου λέγει: «Ἑρμαῖος οὖν λόφος ἀντὶ τοῦ σημεῖον τῆς ὁδοῦ· τὰ γὰρ σημεῖα τῶν Ρωμαίων μιλίων Ἑρμαίους λόφους καλοῦσιν»· πρβλ. Λεξικὸν τῶν Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ. Ἑρμαῖ 2) ἀνήκων εἰς τὸν Ἑρμῆν, ἐκ τοῦ Ἑρμοῦ, κερδαλέος, ἐπικερδής, ἑρμαίαν δαιμόνων δόσιν Αἰσχύλ. Εὐμ. 947· λύρη Ἄρατ. 674.
Greek Monotonic
Ἑρμαῖος: -α, -ον,
1. αυτός που παίρνει το όνομά του από το όνομα του Ερμή, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
2. αυτός που χαρακτηρίζει ή προέρχεται από τον Ερμή, επικερδής, προσοδοφόρος, στον ίδ.
Middle Liddell
Ἑρμαῖος, η, ον
1. called after Hermes Od., Aesch.
2. of or from Hermes, gainful, Aesch.
Greek Monolingual
ἑρμαῖος, -α, -ον (AM) Ερμής
μσν.
ωφέλιμος, χρήσιμος, κατάλληλος
αρχ.
1. αυτός που πήρε το όνομά του από τον Ερμή («ἑρμαῖος λόφος»)
2. αυτός που ανήκει στον Ερμή («ἑρμαίη λύρη»)
3. ονομασία μήνα στο Άργος, στη Βοιωτία και στην Αιτωλία
4. επικερδής.