ὁμόλεκτρος

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόλεκτρος Medium diacritics: ὁμόλεκτρος Low diacritics: ομόλεκτρος Capitals: ΟΜΟΛΕΚΤΡΟΣ
Transliteration A: homólektros Transliteration B: homolektros Transliteration C: omolektros Beta Code: o(mo/lektros

English (LSJ)

ὁμόλεκτρον, sharing the same bed, γυνή E.Or.508; but Ζηνὸς ὁμόλεκτρον κάρα, of Tyndareos, as husband of Leda, ib.476 : Subst., wife, AP7.295 (Leon.), IG12(5).307 (Paros), Ath.Mitt.49.117 (Argos).

German (Pape)

[Seite 337] von gemeinschaftlichem Bette, Gattinn, γυνή, Eur. Or. 507.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui partage le même lit : époux, épouse.
Étymologie: ὁμός, λέκτρον.
Syn. ὁμοδέμνιος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόλεκτρος: разделяющий ложе (γυνή Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόλεκτρος: -ον, ὁ μετέχων τῆς αὐτῆς κλίνης, ὁμόκοιτος, γυνὴ Εὐρ. Ὀρ. 508· ἀλλά, Ζηνὸς ὁμόλεκτρον κάρα, ἐπὶ τοῦ Τυνδάρεω ὡς συζύγου τῆς Λήδας, μεθ’ ἧς ἐκοιμήθη καὶ ὁ Ζεύς, αὐτόθι 476.

Greek Monolingual

ὁμόλεκτρος, -ον (Α)
1. αυτός που κοιμάται ή κοιμήθηκε στο ίδιο κρεβάτι με έναν άλλο
2. (το αρσ. και θηλ. ως επίθ. και ως ουσ.) σύζυγοςὁμόλεκτρος γυνή», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -λεκτρος (< λέκτρον «κρεβάτι»), πρβλ. αινόλεκτρος].

Greek Monotonic

ὁμόλεκτρος: -ον (λέκτρον), αυτός που μοιράζεται το ίδιο κρεβάτι με κάποιον, σε Ευρ.· αλλά, Ζηνὸς ὁμόλεκτρον κάρα, λέγεται για τον Τυνδάρεω, τον σύζυγο της Λήδας, στον ίδ.

Middle Liddell

ὁμό-λεκτρος, ον, λέκτρον
sharing the same bed, Eur.; but, Ζηνὸς ὁμόλεκτρον κάρα, of Tyndareus, as husband of Leda, Eur.