Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁμόστολος

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόστολος Medium diacritics: ὁμόστολος Low diacritics: ομόστολος Capitals: ΟΜΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: homóstolos Transliteration B: homostolos Transliteration C: omostolos Beta Code: o(mo/stolos

English (LSJ)

ὁμόστολον,
A in company with, attendant, Βάκχον..Μαινάδων ὁμόστολον S.OT212(lyr.); ὁ. ὔμμιν ἕπεσθαι A.R.2.802.
II generally, similar, μορφῆς δ' οὐχ ὁ. φύσις A.Supp.496.

German (Pape)

[Seite 340] 1) zugleich, mitgeschickt, mitreifend, geleitend; Βάκχον Μαινάδων ὁμόστολον Soph. O. R. 212; sp. D., wie ὁμόστολον ὑμῖν ἕπεσθαι Ap. Rh. 2, 802; Nonn. – 2) (στολή) gleich gekleidet, u. übh. ähnlich, μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φύσις Aesch. Suppl. 491.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
envoyé ensemble ou avec ; τινος, compagnon de qqn.
Étymologie: ὁμός, στέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόστολος: στέλλω сопровождающий, сопутствующий (τινος Soph.).
στολή в одинаковом одеянии, т. е. одинаковый, сходный: μορφῆς δ᾽ οὐχ ὁ. φύσις Aesch. наружность (у народов Нила и Инаха) различна.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόστολος: -ον, ὁ συμπορευόμενος μετά τινος, Βάκχον.. Μαινάδων ὁμόστολον Σοφ. Ο. Τ. 212· ὁμ. ὔμμιν ἕπεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 802. ΙΙ. καθόλου, ὅμοιος, μορφῆς δ’ οὐχ ὁμόστολον φύσις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 496.

Greek Monolingual

(I)
ὁμόστολος, -ον (Α)
1. αυτός που συμπορεύεται, που ταξιδεύει μαζί με άλλον, συνταξιδιώτης
2. συνοδός, ακόλουθος («Βάκχον... Μαινάδων ὁμόστολον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -στολος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. ιδιόστολος].
(II)
ὁμόστολος, -ον (ΑΜ)
1. ντυμένος με όμοιο τρόπο («μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φύσις», Αισχύλ.)
2. όμοιος («τὸ ὁμόστολον ψυχῆς ἄσπιλον σῶμα», Μηναί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -στολος (< στολή), πρβλ. λευκό-στολος].

Greek Monotonic

ὁμόστολος: -ον (στέλλω), αυτός που συμπορεύεται με άλλους, με γεν., σε Σοφ.

Middle Liddell

ὁμό-στολος, ον, στέλλω
in company with others, c. gen., Soph.