ὁπλιτεύω

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπλῑτεύω Medium diacritics: ὁπλιτεύω Low diacritics: οπλιτεύω Capitals: ΟΠΛΙΤΕΥΩ
Transliteration A: hopliteúō Transliteration B: hopliteuō Transliteration C: opliteyo Beta Code: o(pliteu/w

English (LSJ)

serve as a man-at-arms (ὁπλίτης), Th. 6.91, 8.73, Lys. 20.25, X.An.5.8.5; οἱ ὁπλιτεύοντες = men now serving, opp. οἱ ὡπλιτευκότες = retired hoplites, Arist.Pol.1297b13, cf. 1265b28.

German (Pape)

[Seite 359] ein Schwerbewaffneter sein, als Schwerbewaffneter dienen, Thuc. 6, 91. 8, 73 Xen. An. 5, 8, 5 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

1 servir dans les hoplites;
2 commander des hoplites.
Étymologie: ὁπλίτης.

Russian (Dvoretsky)

ὁπλῑτεύω: служить в тяжеловооруженных войсках, быть на военной службе Thuc., Xen., Lys.: οἱ ὁπλιτεύοντες καὶ οἱ ὡπλιτευκότες Arst. состоящие и состоявшие на (действительной) военной службе.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλῑτεύω: ὑπηρετῶ ὡς ὁπλίτης, Θουκ. 6. 91., 8. 73, Λυσ. 160. 18, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 5· οἱ ὁπλιτεύοντες, ἄνδρες νῦν ὑπηρετοῦντες ὡς ὁπλῖται, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ οἱ ὡπλιτευκότες, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 13, 9, πρβλ. 2. 6, 16. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.

Greek Monolingual

ὁπλιτεύω (Α) οπλίτης
1. υπηρετώ ως οπλίτης, δηλ. ως βαριά οπλισμένος στρατιώτης
2. (το αρσ. πληθ. της μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ ὁπλιτεύοντες
αυτοί που υπηρετούν ως οπλίτες, οι στρατευόμενοι
3. (το αρσ. πληθ. της μτχ. παθ. παρακμ.) οἱ ὡπλιτευκότες
αυτοί που έχουν εκπληρώσει τη θητεία τους ως οπλίτες.

Greek Monotonic

ὁπλῑτεύω: μέλ. -σω, υπηρετώ ως οπλίτης, ως στρατιώτης, σε Θουκ., Ξεν.· οἱ ὁπλιτεύοντες, άντρες που υπηρετούν τώρα τα όπλα, σε αντίθ. προς το οἱ ὡπλιτευκότες, σε Αριστ.

Middle Liddell

ὁπλῑτεύω, fut. -σω
to serve as a man-at-arms, Thuc., Xen.; οἱ ὁπλιτεύοντες men now serving, opp. to οἱ ὡπλιτευκότες, Arist. [from ὁπλῑ́της]

Lexicon Thucydideum

gravis armaturae militem esse, to be a heavy-armed soldier, 6.91.4, 8.73.4.