ὑπέρασθμος
From LSJ
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ὑπέρασθμον, panting exceedingly, X.Cyn.10.20, Poll.5.80,84.
German (Pape)
[Seite 1191] übermäßig keichend, Xen. Cyn. 10, 20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout haletant.
Étymologie: ὑπέρ, ἆσθμα.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρασθμος: весь запыхавшийся, задыхающийся (τὸ θηρίον Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρασθμος: -ον, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν ἀσθμαίνων, Ξεν. Κυν. 10, 20. Πολυδ. Ε΄, 80. 84.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολύ λαχανιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἄσθμα].
Greek Monotonic
ὑπέρασθμος: -ον (ἄσθμα), αυτός που ασθμαίνει υπερβολικά, αυτός που έχει υπερβολική δύσπνοια, σε Ξεν.
Middle Liddell
ὑπέρ-ασθμος, ον, ἄσθμα
panting exceedingly, Xen.