ὑπέρδασυς

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρδᾰσυς Medium diacritics: ὑπέρδασυς Low diacritics: υπέρδασυς Capitals: ΥΠΕΡΔΑΣΥΣ
Transliteration A: hypérdasys Transliteration B: hyperdasys Transliteration C: yperdasys Beta Code: u(pe/rdasus

English (LSJ)

υ,
A very hairy, ἀνήρ X.Cyr.2.2.28.
II thick with leaves, κιττός Ael.NA7.6.

German (Pape)

[Seite 1193] υ, gen. -εως, übermäßig dicht od. rauh behaart, bärtig, Xen. Cyr. 2, 2, 28; κιττός, dicht stehend, Ael. H. A. 7, 6; dicht mit Waldung bewachsen.

French (Bailly abrégé)

εια, υ;
extrêmement épais ou touffu ; en parl. d'un homme qui a les cheveux et la barbe incultes, d'aspect sauvage.
Étymologie: ὑπέρ, δασύς.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρδᾰσυς: (εια), υ весь обросший, лохматый (ἀνήρ Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρδᾰσυς: υ, λίαν δασύς, λάσιος, «μαλλιαρός», ἄνδρα ὑπέρδασύν τε καὶ ὑπέραισχρον Ξεν. Κύρ. 2. 2, 28. ΙΙ. ἔχων πυκνότατα φύλλα, κιττὸν ἄγριον τοῖς φυτοῖς ἐφέρποντα καὶ ὑπέρδασυν Αἰλ. π. Ζῴων 7. 6.

Greek Monolingual

-υ, Α δασύς
1. πολύ δασύς, πολύ μαλλιαρός
2. (για φυτό) πολύ πυκνόφυλλος, φουντωτός.

Greek Monotonic

ὑπέρδᾰσυς: -υ, μαλλιαρός, δασύτριχος, τριχωτός, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὑπέρ-δᾰσυς, υ,
very hairy, Xen.