ὑποζύγιον
Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.
English (LSJ)
[ζῠ], τό,
A beast for the yoke, beast of draught or burden, Thgn.126, Hdt.9.39, Pl.Lg.873e, etc.: pl., Hdt.1.167, 3.25, 9.24,39, 41, etc.; ὑποζύγια καλούμενα πάντα ὁμοίως, βοῦς, ἡμιόνους, ἵππους X.Oec.18.4: as adjective, ὑποζύγιαι ἡμίονοι Ar.Byz. ap. Eust.1625.41; ὑ. ζῷα PMasp.2 ii 3 (vi A. D.).
II later specifically an ass, LXX Za. 9.9, Ev.Matt.21.5, 2 Ep.Pet.2.16; ἡμίονοι καὶ ὑποζύγια PCair.Zen.158, (iii B. C.); βοῦς ἢ ὑ. ἢ πρόβατον PPetr.3p.56 (iii B. C.); οὖρον οἷον ὑποζυγίου Hp.Aph.4.70.
German (Pape)
[Seite 1217] τό, Jochthier, Zug-, Lastthier; Theogn. 126; Her. 9, 39; gew. im plur., 9, 24. 41; Thuc. 2, 3; Xen. oft, wie Folgde.
Russian (Dvoretsky)
ὑποζύγιον: (ζῠ) τό (преимущ. pl.) вьючное или подъяремное животное, рабочий скот Her., Xen., Plat. etc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποζύγιον: [ῠ], τό, ζῷον (κτῆνος) ζευγύμενον εἰς ἅμαξαν ἢ φέρον φορτίον ἐπὶ τῆς ῥάχεως, καὶ πᾶν ἀχθοφόρον ζῷον, Λατιν. jumentum, Θέογν. 126, Ἡρόδ. 9. 39, Πλάτ. Νόμ. 873D, κλπ.· ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 1. 167., 3. 25, 9. 24, 39, 41, Ἱππ. Ἀφ. 1252, κλπ.· ― οὕτως ὡς ἐπίθ. ὑποζύγιαι ἡμίονοι Ἀριστοφ. Γραμματ. παρ’ Εὐστ. 1625. 41· εἰπέ μοι, ἑκὼν ὁ ταῦρός ἐστιν ὑποζύγιος; Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σελ. 904C· οὕτω καὶ ὑπόζυγος παρ’ Ἰουστίνῳ τῷ Μάρτ. (εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή).
English (Strong)
neuter of a compound of ὑπό and ζυγός; an animal under the yoke (draught-beast), i.e. (specially), a donkey: ass.
Greek Monotonic
ὑποζύγιον: [ῠ], τό (ζυγόν), ζώο που ζεύεται στον ζυγό, αχθοφόρα ζώα, Λατ. jumentum, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
ὑ˘πο-ζ41γιον, ου, τό, ζυγόν
a beast for the yoke, a beast of burden, Lat. jumentum, Theogn., Hdt., etc.
Chinese
原文音譯:ØpozÚgion 虛坡-緒居按
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在下-軛
字義溯源:負軛的牲畜,驢;由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(ζυγός)=聯接)組成,而 (ζυγός)出自(ζεστός)X*=聯合)
出現次數:總共(2);太(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 驢(1) 彼後2:16;
2) 一隻驢(1) 太21:5
English (Woodhouse)
baggage animals, beast of burden
Mantoulidis Etymological
(=ζῷο πού δένεται σέ ἁμάξι ἤ κουβαλάει φορτίο). Ἀπό τό ὑπό + ζυγός τοῦ ζεύγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.