ὑπόλιχνος

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόλιχνος Medium diacritics: ὑπόλιχνος Low diacritics: υπόλιχνος Capitals: ΥΠΟΛΙΧΝΟΣ
Transliteration A: hypólichnos Transliteration B: hypolichnos Transliteration C: ypolichnos Beta Code: u(po/lixnos

English (LSJ)

ὑπόλιχνον, somewhat lickerish or dainty, Luc.Icar.29.

German (Pape)

[Seite 1224] etwas lecker, naschhaft, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
quelque peu gourmand.
Étymologie: ὑπό, λίχνος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόλιχνος: немного падкий до лакомств, любящий покушать (γένος τι ἀνθρώπων Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόλιχνος: -ον, ὀλίγον τι λίχνος, λαίμαργος, Λουκ. Ἱκαρομέν. 29.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο κάπως λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λίχνος «λαίμαργος, λειχούδης»].

Greek Monotonic

ὑπόλιχνος: -ον, κάπως λιχούδης ή λαίμαργος, σε Λουκ.

Middle Liddell

ὑπό-λιχνος, ον,
somewhat lickerish or dainty, Luc.