ὠτακουστέω

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠτᾰκουστέω Medium diacritics: ὠτακουστέω Low diacritics: ωτακουστέω Capitals: ΩΤΑΚΟΥΣΤΕΩ
Transliteration A: ōtakoustéō Transliteration B: ōtakousteō Transliteration C: otakousteo Beta Code: w)takouste/w

English (LSJ)

listen, eavesdrop, Hdt.8.130, X.Cyr.5.3.56, 8.2.10, D.19.288; ὠ. καὶ κατοπτεύειν τὰ συμβαίνοντα Plb.31.13.1: c. gen., Suid.

French (Bailly abrégé)

ὠτακουστῶ :
prêter l'oreille, chercher à entendre, espionner.
Étymologie: ὠτακουστής.

German (Pape)

horchen, lauschen, spähen, kundschaften; Her. 8.130; Xen. Cyr. 5.3.57, 8.2.10; Dem.; Sp., wie Pol. 31.21.1.

Russian (Dvoretsky)

ὠτᾰκουστέω: подслушивать, тайно выслеживать, шпионить Her., Xen., Dem., Plut.: ὠ. τὰ ἐκεῖ συμβαίνοντα περὶ τοὺς ὄχλους Polyb. подслушивать, что там происходит в народных массах.

Greek (Liddell-Scott)

ὠτᾰκουστέω: ἀκροῶμαι μετὰ περιεργίας, προσέχω νὰ ἀκούσω κρυφίως καὶ νὰ μάθω τι ὡς κατάσκοπος, Ἡρόδ. 8. 130, Ξεν. Κύρου Παιδ. 5. 3, 56., 8. 2, 10, Δημ. 434. 4, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 84. ὠτ. καὶ κατοπτεύειν τὰ συμβαίνοντα Πολύβ. 31. 21, 1· μετὰ γεν., Σουΐδ.

Greek Monotonic

ὠτᾰκουστέω: μέλ. -ήσω, ακούω με περιέργεια, κρυφακούω, παρακολουθώ προσεκτικά, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

ὠτᾰκουστέω, fut. -ήσω
to hearken to, listen, watch covertly, Hdt., Xen., etc. [from ὠτᾰκουστής]

Frisk Etymology German

ὠτακουστέω: {ōtakoustéō}
See also: s. οὖς.
Page 2,1153

Mantoulidis Etymological

ὠτακουστῶ, (=κρυφακούω). Παρασύνθετο ἀπό τό ὠτακουστήςοὖς, ὠτός + ἀκούω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.