ῥανίς

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾰνίς Medium diacritics: ῥανίς Low diacritics: ρανίς Capitals: ΡΑΝΙΣ
Transliteration A: rhanís Transliteration B: rhanis Transliteration C: ranis Beta Code: r(ani/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, (ῥαίνω)
A drop, πέτρην κοιλαίνει ῥ. ὕδατος ἐνδελεχείῃ Choeril.10, cf. Acus.4 J.; ὑγραὶ ῥ. E.Ion106 (anap.); δρόσου Id.Andr.227, LXX Wi.11.22; ῥ. βέβληκέ με a rain-drop, Ar.Ach.171, cf. Arist.Mete.349b31, 374a9.
2 semen virile, AP10.45 (Pall.).
3 metaph., drop, spot, τὰ πτίλα ἔχει ῥανίδας Ael.NA17.23, cf. 38; αἱ τοῦ χρυσοῦ ῥ. Philostr.VA3.48.

German (Pape)

[Seite 833] ίδος, ἡ, das Gespritzte, Geträufelte, der Tropfen; δρόσου, Eur. Andr. 236; ῥανίσιν αἱματοῤῥύτοις θανοῦσαν, I. A. 1515, u. öfter; ῥανὶς βέβληκέ με, Ar. Ach. 171; sp. D., wie Pallad. 122 (X, 45); Arist. meteor. 1, 13.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 goutte d'eau, goutte de pluie, goutte de sang;
2 p. anal. petite tache, petit point.
Étymologie: ῥαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾰνίς: ίδος (ῐδ) ἡ капля Eur., Arph., Arst., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰνίς: -ίδος, ἡ, (ῥαίνω) ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρου ῥαθάμιγξ, σταγών, «σταλαγματιά», πέτραν κοιλαίνει ῥ. ὕδατος ἐνδελεχείῃ Χοιρίλ. 9 (σ. 169 Näke)· ὑγραὶ ῥ. Εὐρ. Ἀνδρ. 227· δρόσου Ἴων 106· ἡ ῥ. βέβληκέ με, σταγὼν βροχῆς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 171, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13. 10., 3. 4, 17. 2) τὸ ἀνδρικὸν σπέρμα, ἐξ ἀκολάστου λαγνείας γέγονας καὶ μιαρᾶς ῥανίδος Ἀνθ. Π. 10. 45. 3) μεταφορ., στίγμα, τὰ πτίλα ἔχει ῥανίδας οἱονεὶ κρόκῳ παρεικασμένας Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· πέτραι ἑστιγμέναι ταῖς τοῦ χρυσοῦ ῥανίσιν Φιλόστρ. 134.

Greek Monolingual

η / ῥανίς, -ίδος, ΝΜΑ
σταγόνα, σταλαματιά (α. «έχυσαν και την τελευταία ρανίδα του αίματός τους» β. «ὡς ῥανὶς δρόσου ὀρθρινὴ κατελθοῦσα ἐπὶ γῆν», ΠΔ)
αρχ.
1. το σπέρμα του ανδρός
2. κηλίδα, στίγμα, σημάδι («τὰ πτίλα ἔχει ῥανίδας οἱονεί κρόκῳ παρεικασμένας», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥαν- του ραίνω + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. λακίς, ραφίς)].

Greek Monotonic

ῥᾰνίς: -ίδος, ἡ (ῥαίνω), σταγόνα, σε Ευρ.· σταγόνα βροχής, σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

ῥαντήρ See also: s. ῥαίνω.

Middle Liddell

ῥᾰνίς, ίδος, ἡ, ῥαίνω
a drop, Eur.; a rain-drop, Ar.

Frisk Etymology German

ῥανίς: ῥαντήρ
{rhanís}
See also: s. ῥαίνω.
Page 2,642

English (Woodhouse)

trickle

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)