ἀκαλήφη: Difference between revisions
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(big3_2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀκᾰλήφη) -ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀκαλύφη]] Thphr.<i>HP</i> 7.7.2.<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> bot. [[ortiga mayor]], [[Urtica dioica L.]], Hp.<i>Morb</i>.3.15, Pherecr.29, Ar.<i>V</i>.884, <i>Lys</i>.549, <i>Fr</i>.572, Anon. en Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.178, Eup.68, Dsc.4.93.<br /><b class="num">2</b> bot. [[ortiga menor]], [[Urtica urens L.]], Dsc.4.93.<br /><b class="num">3</b> zool. [[anémona de mar]], [[actinia]] Arist.<i>HA</i> 487<sup>b</sup>12, 531<sup>a</sup>31, Plu.2.670d, Alciphr.1.2.2.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. desc. | |dgtxt=(ἀκᾰλήφη) -ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀκαλύφη]] Thphr.<i>HP</i> 7.7.2.<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> bot. [[ortiga mayor]], [[Urtica dioica L.]], Hp.<i>Morb</i>.3.15, Pherecr.29, Ar.<i>V</i>.884, <i>Lys</i>.549, <i>Fr</i>.572, Anon. en Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.178, Eup.68, Dsc.4.93.<br /><b class="num">2</b> bot. [[ortiga menor]], [[Urtica urens L.]], Dsc.4.93.<br /><b class="num">3</b> zool. [[anémona de mar]], [[actinia]] Arist.<i>HA</i> 487<sup>b</sup>12, 531<sup>a</sup>31, Plu.2.670d, Alciphr.1.2.2.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. desc. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἀκαλήφη]] και ἀκαλύφη), αγαλήπα, -η, (α)κάληφας, ο<br /><b>1.</b> η [[μέδουσα]] των Σκυμοζώων.<br /><b>2.</b> <b>Βοτ.</b> <b>βλ.</b> [[ακαλύφη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κνίδη]], [[τσουκνίδα]]<br />«ποιοῡν κνισμὸν τοῑς συνάγουσι» (<b>Αριστοτ.</b> Ζώων Ιστ. 531 Α 31), «[[ἀκαλήφη]] ἀττικῶς, [[κνίδη]] ἐλληνικῶς» (Μοίρις)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> η [[σκληράδα]], η [[τραχύτητα]]<br />«ἀπὸ τῆς ὀργῆς τὴν ἀκαλήφην ἀφελέσθαι» (<b>Αριστοφ.</b> Σφήκες, 884).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αγνωστης ετυμολ., φανερή [[είναι]] μόνο η [[επίδραση]] (μορφολογική, σημασιολογική) λέξεων παραγώγων της ρίζας <i>ἀκ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> λ.χ. [[ἄκανθα]]), ενώ η [[άποψη]] ότι πρόκειται για [[δάνειο]] σημιτικής προελεύσεως φαίνεται αναπόδεικτη. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 29 September 2017
English (LSJ)
(
A ἀκαλύφη Thphr.HP7.7.2 codd.), ἡ, stinging-nettle, Dsc.4.93, etc.: metaph., ἀπὸ τῆς ὀργῆς τὴν ἀ. ἀφελέσθαι Ar.V.884, cf. Anon. ap. Chrysipp.Stoic.3.178. II sea-anemone, so called from its stinging properties, Eup.60, Pherecr.24, Ar.Lys.549 (cf. Sch.), Arist.HA531a31, 588b20, Plu.2.670d.
German (Pape)
[Seite 67] ἡ, 1) Nessel (οὐ καλὴν ἁφὴν ἔχουσα), Ar. Eq. 420; vgl. bei Ath. II, 62 e; komisch Ar. Vesp. 884 τῆς ὀργῆς τήν ἀκ. ἀφελέσθαι, die Brennessel des Zorns; Lys. 549 μητριδίων ἀκαληφῶν, von alten Frauen, Schol. δριμυτάτων. Vgl. κνίδη. – 2) eine Meerqualle (ascidia, Linn.), Arist. H. A. 4, 6; Athen. III, 90 b, wo Philippd. com. ὄστρει', ἀκαλήφας καὶ λεπάδας παρέθηκέ μοι vrbdt. Hieher läßt sich auch Ar. Lys. 549, wegen des dabeistehenden τήθεα, ziehen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰλήφη: ἡ, κνίδη, τσουκνίδα, Λατ. urtica, Ἀριστοφ. Λυσ. 549, κτλ.: μεταφ., ἀπὸ τῆς ὀργῆς τὴν ἀκ. ἀφελέσθαι, ὁ αὐτ. Σφῆκ. 884. ΙΙ. εἶδος θαλασσίου μαλακίου, τὸ ὁποῖον ἐν τῇ ἐπαφῇ προξενεῖ δριμὺν κνησμὸν ὡς ἡ κνίδη, urtica marina, ἐκ τοῦ εἴδους τῶν ἀκτινωτῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 6, 6., 8. 1, 7, καὶ ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 ortie, plante ; fig. piquant, aiguillon;
2 ortie de mer (ascidia L.), poisson.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Spanish (DGE)
(ἀκᾰλήφη) -ης, ἡ
• Alolema(s): ἀκαλύφη Thphr.HP 7.7.2.
• Prosodia: [ᾰ-]
1 bot. ortiga mayor, Urtica dioica L., Hp.Morb.3.15, Pherecr.29, Ar.V.884, Lys.549, Fr.572, Anon. en Chrysipp.Stoic.3.178, Eup.68, Dsc.4.93.
2 bot. ortiga menor, Urtica urens L., Dsc.4.93.
3 zool. anémona de mar, actinia Arist.HA 487b12, 531a31, Plu.2.670d, Alciphr.1.2.2.
• Etimología: Etim. desc.
Greek Monolingual
η (Α ἀκαλήφη και ἀκαλύφη), αγαλήπα, -η, (α)κάληφας, ο
1. η μέδουσα των Σκυμοζώων.
2. Βοτ. βλ. ακαλύφη
αρχ.
1. κνίδη, τσουκνίδα
«ποιοῡν κνισμὸν τοῑς συνάγουσι» (Αριστοτ. Ζώων Ιστ. 531 Α 31), «ἀκαλήφη ἀττικῶς, κνίδη ἐλληνικῶς» (Μοίρις)
2. μτφ. η σκληράδα, η τραχύτητα
«ἀπὸ τῆς ὀργῆς τὴν ἀκαλήφην ἀφελέσθαι» (Αριστοφ. Σφήκες, 884).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ., φανερή είναι μόνο η επίδραση (μορφολογική, σημασιολογική) λέξεων παραγώγων της ρίζας ἀκ- (πρβλ. λ.χ. ἄκανθα), ενώ η άποψη ότι πρόκειται για δάνειο σημιτικής προελεύσεως φαίνεται αναπόδεικτη. Βλ. και λήμμα ακ-].