ἀνακαινίζω: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(T22)
(3)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[καινός]]); to [[renew]], renovate (cf. German auffrischen): τινα [[εἰς]] μετάνοιαν so to [[renew]] [[that]] he shall [[repent]], Isocrates Arcop. 3; [[Philo]], [[leg]]. ad Gaium § 11; Josephus, Antiquities 9,8, 2; [[Plutarch]], Marcell c. 6; Lucian, Philop c. 12; the Sept. Winer's De [[verb]]. comp. Part iii., p. 10.
|txtha=([[καινός]]); to [[renew]], renovate (cf. German auffrischen): τινα [[εἰς]] μετάνοιαν so to [[renew]] [[that]] he shall [[repent]], Isocrates Arcop. 3; [[Philo]], [[leg]]. ad Gaium § 11; Josephus, Antiquities 9,8, 2; [[Plutarch]], Marcell c. 6; Lucian, Philop c. 12; the Sept. Winer's De [[verb]]. comp. Part iii., p. 10.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀνακαινίζω]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] και [[πάλι]] καινούργιο [[κάτι]] που πάλιωσε, [[ανανεώνω]], [[επισκευάζω]]<br /><b>2.</b> (για ναούς) [[ανοικοδομώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μεταρρυθμίζω]] [[προς]] το καλύτερο, [[βελτιώνω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κάνω]] [[κάτι]] να αναβιώσει, [[αναζωπυρώνω]], [[ξαναζωντανεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνά</i> <span style="color: red;">+</span> [[καινίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανακαίνιση]] (-<i>ις</i>), [[ανακαινισμός]], [[ανακαινιστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανακαινιστικός]]].
}}
}}

Revision as of 06:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακαινίζω Medium diacritics: ἀνακαινίζω Low diacritics: ανακαινίζω Capitals: ΑΝΑΚΑΙΝΙΖΩ
Transliteration A: anakainízō Transliteration B: anakainizō Transliteration C: anakainizo Beta Code: a)nakaini/zw

English (LSJ)

   A renew, τὸν πόλεμον Plu.Marc.6, cf. App.Mith.37: οἶκον Hsch.Mil.4.33; revive legend, Str.2.1.9: metaph., ἀ. εἰς μετάνοιαν Ep.Hebr.6.6:—Pass., τῆς ἔχθρας ἀνακεκαινισμένης Isoc.7.8; ὑποθέσεις Just.Nov.111.1.

German (Pape)

[Seite 190] erneuern, ἔχθρα ἀνακεκαινισμένη Isocr. 7, 8; πόλεμον Plut. Marcell. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακαινίζω: ἀνανεώνω, τὸν πόλεμον Πλουτ. Μάρκελλ. 6, πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 37: ― Παθ., τῆς ἔχθρας ἀνακεκαινισμένης Ἰσοκρ. 141D.

French (Bailly abrégé)

renouveler.
Étymologie: ἀνά, καινίζω.

Spanish (DGE)

1 renovar τὸν πόλεμον Plu.Marc.6, App.Mith.37, τῆς Ἀρτέμιδος οἶκον ἀνεκαίνισεν Hsch.Mil.33, ἀνεκαίνισαν δὲ καὶ τὴν Ὁμηρικὴν τῶν Πυγμαίων γερανομαχίαν trajeron de nuevo a colación la lucha homérica de los pigmeos con las grullas Str.2.1.9, ὑποθέσεις Iust.Nou.111.1
en v. pas. τῆς ἔχθρας τῆς πρὸς βασιλέα πάλιν ἀνακεκαινισμένης Isoc.7.8, λύπη LXX 1Ma.6.9, ἀνεκεν(ί)σθι ὁ ναὸς ἱ ὑπεραγία (sic) MAMA 7.190 (Hadrianópolis).
2 fig. en lit. crist. renovar espiritualmente por la penitencia πάλιν ἀνακαινίζειν εἰς μετάνοιαν Ep.Hebr.6.6, cf. Herm.Sim.9.14.3, por el perdón de los pecados ἀνακαινίσας ἡμᾶς ἐν τῇ ἀφέσει τῶν ἁμαρτιῶν Ep.Barn.6.11, por el bautismo ἀνακαινισθῆναι· τουτέστι, καινὸν γενέσθαι Chrys.M.63.79, cf. Luc.Philopatr.12, Meth.Symp.8.10, 3.9.

English (Strong)

from ἀνά and a derivative of καινός; to restore: renew.

English (Thayer)

(καινός); to renew, renovate (cf. German auffrischen): τινα εἰς μετάνοιαν so to renew that he shall repent, Isocrates Arcop. 3; Philo, leg. ad Gaium § 11; Josephus, Antiquities 9,8, 2; Plutarch, Marcell c. 6; Lucian, Philop c. 12; the Sept. Winer's De verb. comp. Part iii., p. 10.

Greek Monolingual

ἀνακαινίζω)
μσν.- νεοελλ.
1. κάνω και πάλι καινούργιο κάτι που πάλιωσε, ανανεώνω, επισκευάζω
2. (για ναούς) ανοικοδομώ
νεοελλ.
μεταρρυθμίζω προς το καλύτερο, βελτιώνω
αρχ.-μσν.
κάνω κάτι να αναβιώσει, αναζωπυρώνω, ξαναζωντανεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά + καινίζω.
ΠΑΡ. ανακαίνιση (-ις), ανακαινισμός, ανακαινιστής
νεοελλ.
ανακαινιστικός].