αντίπαλος: Difference between revisions
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
(5) |
(No difference)
|
Revision as of 06:21, 29 September 2017
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀντίπαλος, -ον) [[αντι - + παλος < πάλη]]
1. αυτός που παλεύει, αγωνίζεται εναντίον κάποιου
2. εκείνος που συναγωνίζεται, αμιλλάται με κάποιον
3. ως ουσ. α) ο ανταγωνιστής
6) ο εχθρός
αρχ.
1. ο ισόπαλος, ο σχεδόν ίσος στη δύναμη
2. ο εξίσου μεγάλος
3. ο ανάλογος, ο αντίστοιχος
4. ο αμοιβαίος
5. ο αντίθετος
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀντίπαλον
α) η αντίθετη παράταξη, οι αντίπαλοι
6) φρ. «τὸ ἀντίπαλον τῆς ναυμαχίας» — η αβεβαιότητα, η ασάφεια για το αποτέλεσμα
γ) «τὸ ἀντίπαλον δέος» — ο φόβος που προκαλείται από την ισορροπία δυνάμεων των αντιπάλων (Θουκ.).