αγελάδα: Difference between revisions

From LSJ

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source
(1)
(No difference)

Revision as of 06:22, 29 September 2017

Greek Monolingual

και γελάδα, η (AM ἀγελάς)
νεοελλ.
1. κατοικίδιο μηρυκαστικό θηλαστικό, το θηλυκό βόδι
2. παχιά, ευτραφής γυναίκα
αρχ.
ζώο που ανήκει σε αγέλη (πρβλ. αγελαίος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγέλη.
ΠΑΡ. νεοελλ. αγελαδάκι, αγελαδάρα, αγελαδάρης, αγελάδι, αγελαδήσιος, αγελαδινός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγελαδοβοσκός, αγελαδοκόμος, αγελαδοστάσι, αγελαδοτρόφος κ.ά.].