ἔκλαμπρος: Difference between revisions

From LSJ

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
(big3_13)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de astros [[resplandeciente]] ἄστρων ἔκλαμπροι φλόγες LXX <i>Sap</i>.17.5, cf. Sch.Arat.169, Ἥλιος <i>PMag</i>.3.143<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἔ. [[brillo]] Polem.Phgn.23<br /><b class="num">•</b>fig. del alma, Leont.Const.<i>Hom</i>.9.51, cf. <i>Cat.Cod.Astr</i>.12.105.16.<br /><b class="num">2</b> de sonidos [[estrepitoso]] neutr. sg. como adv. γελάσαντος πάνυ ἔκλαμπρον mientras se reía estrepitosamente</i> Ath.158d.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[brillantemente]], [[con brillantez]] ἱερασάμενον ... ἐν ταῖς ἄλλαις ἱερωσύναις ἐκτενῶς καὶ ἐ. <i>SEG</i> 2.717 (Pisidia, imper.).
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de astros [[resplandeciente]] ἄστρων ἔκλαμπροι φλόγες LXX <i>Sap</i>.17.5, cf. Sch.Arat.169, Ἥλιος <i>PMag</i>.3.143<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἔ. [[brillo]] Polem.Phgn.23<br /><b class="num">•</b>fig. del alma, Leont.Const.<i>Hom</i>.9.51, cf. <i>Cat.Cod.Astr</i>.12.105.16.<br /><b class="num">2</b> de sonidos [[estrepitoso]] neutr. sg. como adv. γελάσαντος πάνυ ἔκλαμπρον mientras se reía estrepitosamente</i> Ath.158d.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[brillantemente]], [[con brillantez]] ἱερασάμενον ... ἐν ταῖς ἄλλαις ἱερωσύναις ἐκτενῶς καὶ ἐ. <i>SEG</i> 2.717 (Pisidia, imper.).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκλαμπρος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ολόλαμπρος]], πολύ [[φωτεινός]]<br /><b>2.</b> (υπερθ. -ότατος) τιμητική [[προσηγορία]] κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[έκλαμπρος]]<br />ο [[στιλβαδάμας]], το [[μπριγιάντι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ένδοξος]], [[ξακουστός]]<br /><b>2.</b> [[εγκάρδιος]], [[θερμός]]<br /><b>3.</b> [[θαυμαστός]], [[εξαιρετικός]]<br /><b>4.</b> [[ζωηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <b>φρ.</b> «ἔκλαμπρον γελᾱν» — γελάει με φωτεινό [[χαμόγελο]].
}}
}}

Revision as of 06:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκλαμπρος Medium diacritics: ἔκλαμπρος Low diacritics: έκλαμπρος Capitals: ΕΚΛΑΜΠΡΟΣ
Transliteration A: éklampros Transliteration B: eklampros Transliteration C: eklampros Beta Code: e)/klampros

English (LSJ)

ον,

   A very bright, φλόγες LXX Wi.17.5, cf. Sch.Arat. 169 : neut. as Adv., ἔκλαμπρον γελᾶν Ath.4.158d. Regul.Adv. -ρως brilliantly, Annuario3.151 (Pisidia, ἐγλ-lapis).

German (Pape)

[Seite 766] sehr glänzend, sehr hell, Sp.; ἔκλαμπρον γελᾶν, hell auflachen, Ath. IV, 158 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκλαμπρος: -ον, λίαν λαμπρός, Σχόλ. εἰς Ἄρατ., ἔκλαμπρον γελᾶν Ἀθήν. 158D.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de astros resplandeciente ἄστρων ἔκλαμπροι φλόγες LXX Sap.17.5, cf. Sch.Arat.169, Ἥλιος PMag.3.143
neutr. subst. τὸ ἔ. brillo Polem.Phgn.23
fig. del alma, Leont.Const.Hom.9.51, cf. Cat.Cod.Astr.12.105.16.
2 de sonidos estrepitoso neutr. sg. como adv. γελάσαντος πάνυ ἔκλαμπρον mientras se reía estrepitosamente Ath.158d.
II adv. -ως brillantemente, con brillantez ἱερασάμενον ... ἐν ταῖς ἄλλαις ἱερωσύναις ἐκτενῶς καὶ ἐ. SEG 2.717 (Pisidia, imper.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκλαμπρος, -ον)
1. ολόλαμπρος, πολύ φωτεινός
2. (υπερθ. -ότατος) τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα»)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο έκλαμπρος
ο στιλβαδάμας, το μπριγιάντι
μσν.
1. ένδοξος, ξακουστός
2. εγκάρδιος, θερμός
3. θαυμαστός, εξαιρετικός
4. ζωηρός
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) φρ. «ἔκλαμπρον γελᾱν» — γελάει με φωτεινό χαμόγελο.