ἐναντίον: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
(strοng)
(11)
Line 18: Line 18:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=neuter of [[ἐναντίος]]; (adverbially) in the [[presence]] ([[view]]) of: [[before]], in the [[presence]] of.
|strgr=neuter of [[ἐναντίος]]; (adverbially) in the [[presence]] ([[view]]) of: [[before]], in the [[presence]] of.
}}
{{grml
|mltxt=και εναντίο και ενάντιο(ν) (AM [[ἐναντίον]]<br />Μ και ἐναντίο και ἐνάντιο[ν])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (με εχθρ. διάθ.) [[κατά]] κάποιου («και θανάσιμο τινάζεις εναντίο τους κεραυνό», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>2.</b> αντίθετα με κάποιον ή με [[κάτι]]<br /><b>3.</b> σε αντίθετη [[κατεύθυνση]], [[κόντρα]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> αντιστρόφως, αντιθέτως [[προς]] [[κάτι]]<br /><b>5.</b> (με [[άρθρο]]) [[τουναντίον]]<br />αντιθέτως, αντιστρόφως<br /><b>μσν.</b><br />[[αλλιώς]], [[ειδεμή]] («ὅσοι Ρωμαῑοι ἔχουν φέουδα νὰ τουρκεύουν καὶ τὰ παίρνουν, ἐνάντιο τὰ χάνουν», Έγγρ. 1637, Σάθας)<br /><b>2.</b> <b>(τοπικ.)</b> [[απέναντι]], [[αντίκρυ]], αντικριστά («σταίνουσιν οἱ δυο τωνε ἐνάντιον τὰ κοντάρια», Ιμπ.)<br /><b>3.</b> ([[αναφορά]]) [[απέναντι]] σε κάποιον («ὅσα ἐφταίξαμεν [[ἐναντίον]] τοῡ Θεοῡ καὶ τῶν ἀνθρώπων», Ιερόθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ενώπιον, [[μπροστά]] σε κάποιον (α. «τὸν ξεῑνον [[ἐναντίον]] ὧδε κάλεσσον», Ομήρ. Οδ.<br />β. «[[ἐναντίον]] ἁπάντων λέγειν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατά]] [[πρόσωπο]] («αἰσχύνομαί σε προσβλέπειν [[εναντίον]]», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>3.</b> (με [[άρθρο]]) [[τοὐναντίον]]<br />α) αντιθέτως, αντιστρόφως<br />β) εξάλλου («ἤ [[πάλιν]] [[τοὐναντίον]]», Μένανδρ.).
}}
}}

Revision as of 06:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναντίον Medium diacritics: ἐναντίον Low diacritics: εναντίον Capitals: ΕΝΑΝΤΙΟΝ
Transliteration A: enantíon Transliteration B: enantion Transliteration C: enantion Beta Code: e)nanti/on

English (LSJ)

Adv.,

   A v. ἐναντίος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναντίον: ἐπίρρ., ἴδε ἐναντίος.

French (Bailly abrégé)

adv.
v. ἐναντίος.

English (Strong)

neuter of ἐναντίος; (adverbially) in the presence (view) of: before, in the presence of.

Greek Monolingual

και εναντίο και ενάντιο(ν) (AM ἐναντίον
Μ και ἐναντίο και ἐνάντιο[ν])
επίρρ.
1. (με εχθρ. διάθ.) κατά κάποιου («και θανάσιμο τινάζεις εναντίο τους κεραυνό», Σολωμ.)
2. αντίθετα με κάποιον ή με κάτι
3. σε αντίθετη κατεύθυνση, κόντρα σε κάποιον ή σε κάτι
4. αντιστρόφως, αντιθέτως προς κάτι
5. (με άρθρο) τουναντίον
αντιθέτως, αντιστρόφως
μσν.
αλλιώς, ειδεμή («ὅσοι Ρωμαῑοι ἔχουν φέουδα νὰ τουρκεύουν καὶ τὰ παίρνουν, ἐνάντιο τὰ χάνουν», Έγγρ. 1637, Σάθας)
2. (τοπικ.) απέναντι, αντίκρυ, αντικριστά («σταίνουσιν οἱ δυο τωνε ἐνάντιον τὰ κοντάρια», Ιμπ.)
3. (αναφορά) απέναντι σε κάποιον («ὅσα ἐφταίξαμεν ἐναντίον τοῡ Θεοῡ καὶ τῶν ἀνθρώπων», Ιερόθ.)
αρχ.
1. ενώπιον, μπροστά σε κάποιον (α. «τὸν ξεῑνον ἐναντίον ὧδε κάλεσσον», Ομήρ. Οδ.
β. «ἐναντίον ἁπάντων λέγειν», Θουκ.)
2. κατά πρόσωπο («αἰσχύνομαί σε προσβλέπειν εναντίον», Αισχ.)
3. (με άρθρο) τοὐναντίον
α) αντιθέτως, αντιστρόφως
β) εξάλλου («ἤ πάλιν τοὐναντίον», Μένανδρ.).