ψοΐτης: Difference between revisions
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(6_2) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψοΐτης''': [[μυελός]], ὁ, ὁ ἐν ταῖς ψόαις, ὁ [[νωτιαῖος]] ἢ [[ῥαχίτης]] μυελὸς (ψόαι), Γαλην. | |lstext='''ψοΐτης''': [[μυελός]], ὁ, ὁ ἐν ταῖς ψόαις, ὁ [[νωτιαῖος]] ἢ [[ῥαχίτης]] μυελὸς (ψόαι), Γαλην. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ, και ψωΐτης Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[ονομασία]] δύο ζυγών [[μυών]] της πυέλου (α. «[[ελάσσων]] [[ψοΐτης]]» β. «[[μείζων]] [[ψοΐτης]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />η οσφυϊκή [[περιοχή]] του νωτιαίου μυελού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψόα</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σιαγον</i>-[[ίτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:29, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ] μυελός, ὁ, (ψόα)
A lumbar portion of the spinal cord, Gal.8.328.
German (Pape)
[Seite 1401] ὁ, μύελος, das Mark in den Lendenwirbeln, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ψοΐτης: μυελός, ὁ, ὁ ἐν ταῖς ψόαις, ὁ νωτιαῖος ἢ ῥαχίτης μυελὸς (ψόαι), Γαλην.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και ψωΐτης Ν
νεοελλ.
ανατ. ονομασία δύο ζυγών μυών της πυέλου (α. «ελάσσων ψοΐτης» β. «μείζων ψοΐτης»)
αρχ.
η οσφυϊκή περιοχή του νωτιαίου μυελού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψόα + επίθημα -ίτης (πρβλ. σιαγον-ίτης)].