ὠτικός: Difference between revisions

From LSJ

μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτοςgreat is the power of the country that controls the sea, control of the sea is a great thing, the dominion of the sea is a great matter, the rule of the sea is a great matter, the rule of the sea is indeed a great matter, control of the sea is a paramount advantage

Source
(6_10)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠτικός''': -ή, -όν, (οὖς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ οὖς, χρησιμεύων διὰ τὸ οὖς, [[φάρμακον]] Γαλην. τ. 13, σ. 392, κλπ.
|lstext='''ὠτικός''': -ή, -όν, (οὖς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ οὖς, χρησιμεύων διὰ τὸ οὖς, [[φάρμακον]] Γαλην. τ. 13, σ. 392, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὠτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[οὖς</i>, [[ὠτός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[αφτί]], [[ωτιαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ωτικό [[βύσμα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[βύσμα]] που σχηματίζεται από [[κυψελίδα]], αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω [[ακουστικό]] πόρο, τον οποίο και [[συχνά]] αποφράσσει<br />β) «ωτικό [[γάγγλιο]]»<br /><b>ανατ.</b> παρασυμπαθητικό [[γάγγλιο]] που βρίσκεται [[κάτω]] από το ωοειδές [[τρήμα]] του σφηνοειδούς οστού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὠτικόν</i>- [[φάρμακο]] για την [[θεραπεία]] παθήσεως του αφτιού.
}}
}}

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠτικός Medium diacritics: ὠτικός Low diacritics: ωτικός Capitals: ΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ōtikós Transliteration B: ōtikos Transliteration C: otikos Beta Code: w)tiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (οὖς)

   A of or for the ear, ἰατρός Gal.Thras.24; φλεγμοναί Dsc.1.26.

Greek (Liddell-Scott)

ὠτικός: -ή, -όν, (οὖς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ οὖς, χρησιμεύων διὰ τὸ οὖς, φάρμακον Γαλην. τ. 13, σ. 392, κλπ. {{grml |mltxt=-ή, -ό / ὠτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[οὖς, ὠτός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αφτί, ωτιαίος
νεοελλ.
φρ. α) «ωτικό βύσμα»
ιατρ. βύσμα που σχηματίζεται από κυψελίδα, αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω ακουστικό πόρο, τον οποίο και συχνά αποφράσσει
β) «ωτικό γάγγλιο»
ανατ. παρασυμπαθητικό γάγγλιο που βρίσκεται κάτω από το ωοειδές τρήμα του σφηνοειδούς οστού
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠτικόν- φάρμακο για την θεραπεία παθήσεως του αφτιού. }}