ἐπιδήμιος: Difference between revisions

From LSJ

δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν τόδε στέγοςreceive me into the urn containing his ashes, receive me into this mansion of yours

Source
(Autenrieth)
(13)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=at [[home]], Od. 1.194, Il. 24.262 ; [[πόλεμος]], ‘[[civil]] [[strife]],’ Il. 9.64.
|auten=at [[home]], Od. 1.194, Il. 24.262 ; [[πόλεμος]], ‘[[civil]] [[strife]],’ Il. 9.64.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιδήμιος]], -ον και -ος, -ία, -ον (AM)<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[επιδημία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για νόσο) [[επιδημικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαπράττει [[κάτι]] [[μπροστά]] στα μάτια τών χωριανών ή τών συμπολιτών του («ἀρνῶν ἠδ’ ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἀρπακτῆρες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ξαναγύρισε και βρίσκεται στην [[πατρίδα]] του<br /><b>3.</b> (για πόλεμο) [[εμφύλιος]]<br /><b>4.</b> ο εγκατεστημένος σε [[ξένη]] [[χώρα]] («Ἕλληνες ἐπιδήμιοι ἔμποροι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> (για τρόπο, [[ενέργεια]] <b>κ.λπ.</b>) [[κοινός]], [[συνηθισμένος]]<br /><b>6.</b> καθιερωμένος [[κάπου]] ως [[έθιμο]]<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τά ἐπιδήμια</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>δημ</i>-<i>ιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δήμος]])].
}}
}}

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδήμιος Medium diacritics: ἐπιδήμιος Low diacritics: επιδήμιος Capitals: ΕΠΙΔΗΜΙΟΣ
Transliteration A: epidḗmios Transliteration B: epidēmios Transliteration C: epidimios Beta Code: e)pidh/mios

English (LSJ)

ον (but α, ον IG9(1).333.7 (Locr.)),

   A among the people, ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες plunderers of one's own countrymen, Il.24.262; πόλεμος ἐ. civil war, 9.64; ἐπιδαμίᾳ δίκᾳ χρήστω IGl.c.; ἔφαντ' ἐ. εἶναι σὸν πατέρ' that he was at home, Od.1.194; ἐ. ἔμποροι resident merchants, Hdt.2.39; οὐδ' εὐνῆς αἰδὼς ἐ. A.R.2.1023: generally, common, commonplace, τοῦτο τοὐπιδήμιον Plu.2.735a.    2. sojourning among, ψυχὴ . . ἐ. ἄστροις IG12(8).609.3 (Thasos); settling in a place, A.R.1.827.    3. of diseases, prevalent, epidemic, ἴκτερος Hp.Int.37.    4. ἐπιδήμια θύειν sacrifice in honour of a visit or arrival, Him.Ecl.36.1.

German (Pape)

[Seite 937] im Volke, in der Heimath, Il. 24, 262; zu Hause anwesend, Od. 1, 194; πόλεμος, Bürgerkrieg, Il. 9, 64; durchs ganze Volk verbreitet, bes. von Seuchen, epidemisch, Hippocr. u. a. Medic.; – οὐδ' εὐνῆς αἰδὼς ἐπιδήμιος, ist nicht Sitte des Landes, Ap. Rh. 2, 1024. – Als Fremder eingewandert, sich aufhaltend, Ἕλληνές σφισι ἔωσι ἐπιδήμιοι ἔμποροι Her. 2, 39; vgl. Ap. Rh. 1, 827.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est dans son pays;
2 qui est du pays, qui se fait dans le pays : πόλεμος ἐπιδήμιος IL guerre civile;
3 qui réside dans un pays.
Étymologie: ἐπί, δῆμος.

English (Autenrieth)

at home, Od. 1.194, Il. 24.262 ; πόλεμος, ‘civil strife,’ Il. 9.64.

Greek Monolingual

ἐπιδήμιος, -ον και -ος, -ία, -ον (AM)
το θηλ. ως ουσ. η επιδημία
αρχ.-μσν.
(για νόσο) επιδημικός
αρχ.
1. αυτός που διαπράττει κάτι μπροστά στα μάτια τών χωριανών ή τών συμπολιτών του («ἀρνῶν ἠδ’ ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἀρπακτῆρες», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που ξαναγύρισε και βρίσκεται στην πατρίδα του
3. (για πόλεμο) εμφύλιος
4. ο εγκατεστημένος σε ξένη χώρα («Ἕλληνες ἐπιδήμιοι ἔμποροι», Ηρόδ.)
5. (για τρόπο, ενέργεια κ.λπ.) κοινός, συνηθισμένος
6. καθιερωμένος κάπου ως έθιμο
7. το ουδ. ως ουσ. τά ἐπιδήμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δημ-ιος (< δήμος)].