ἔννυχος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
(T22)
(12)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=[[ἔννυχον]] ([[νύξ]]), [[nightly]], [[nocturnal]] ([[Homer]], [[Pindar]], Tragg.). Neuter adverbially, by [[night]]: L T Tr WH [[have]] neuter plural ἔννυχα (cf. Winer s Grammar, 463 (432); Buttmann, § 128,2).
|txtha=[[ἔννυχον]] ([[νύξ]]), [[nightly]], [[nocturnal]] ([[Homer]], [[Pindar]], Tragg.). Neuter adverbially, by [[night]]: L T Tr WH [[have]] neuter plural ἔννυχα (cf. Winer s Grammar, 463 (432); Buttmann, § 128,2).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔννυχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[εννύχιος]]<br /><b>2.</b> ως επίθ. του Άδη («τὸν ἔννυχον Ἅϊδαν» — [[ζοφερός]], [[σκοτεινός]], <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔννυχος]] ἠώς» — [[ημέρα]] θανάτου <b>επιγρ.</b><br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἔννυχα</i><br />στην [[καρδιά]] της νύχτας («ἔννυχα [[λίαν]] [[ἀναστάς]]», ΚΔ). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐννύχως</i><br />[[κατά]] τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εν</i> <span style="color: red;">+</span> θ. <i>νυχ</i>- (<b>βλ.</b> [[νύκτα]])].
}}
}}

Revision as of 06:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔννῠχος Medium diacritics: ἔννυχος Low diacritics: έννυχος Capitals: ΕΝΝΥΧΟΣ
Transliteration A: énnychos Transliteration B: ennychos Transliteration C: ennychos Beta Code: e)/nnuxos

English (LSJ)

ον, = foreg.,

   A ἄγγελος ἦλθε . . ἔννυχος Il.11.716, cf. Maiist.16; ἔ. κοῖται Pi.P.11.25; ὄψεις A.Pr.645: neut. pl. as Adv., ἔννυχα λίαν ἀναστάς Ev.Marc.1.35: Comp. -ώτερον Aesop.110.    II epith. of Hades, S.Tr.501 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 848] dasselbe; Il. 11, 716; κοῖται Pind. P. 11, 25; ὄψεις Aesch. Prom. 648; Ἅιδας Soph. Tr. 500; φόβος Eur. Rhes. 788; ὄνειρα Hel. 1206; ὄψις Hec. 72; sp. D.; – adv., bei Nacht, auch im compar. ἐννυχώτερον, noch tiefer in der Nacht, Aesop. 79; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἔννῠχος: -ον, = τῷ προηγ., ἄγγελος ἦλθε... ἔννυχος Ἰλ. Λ. 716· ἔνν. κοῖται Πίνδ. Π. 11. 39· ὄψεις Αἰσχύλ. Πρ. 645. - Ἐπίρρ., ἔννυχον, «νυχτιάτικα», Εὐαγγ. κ. Μάρκ. α΄, 35 (Lachm ἔννυχα), συγκρ. ἐννυχώτερον Αἴσ. 110, ἔκδ. Ἁλμίου (Halm.)· προσέτι ἐννύχως, Νικήτ. Εὐγ. 2. 316, Τζέτζ. ἐν Ἀνεκδ. Κραμήρου τ. 3. σ. 335, 18. ΙΙ. ἐπίθ. τοῦ ᾍδου, τὸν ἔννυχον Ἅιδαν, τὸν ἄνακτα τοῦ σκότους ᾍδην, Σοφ. Τρ. 501.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nocturne, qui agit pendant la nuit ; adv. • ἔννυχον pendant la nuit.
Étymologie: ἐν, νύξ.

English (Autenrieth)

(Il. 11.716†): in the night time.

English (Slater)

ἔννῠχος, -ον
   1 nightly ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; (P. 11.25)

Spanish (DGE)

(ἔννῠχος) -ον

• Morfología: [compar. ἐννυχέστερος Aesop.55.1]
1 nocturno y en uso pred. de noche ἄγγελος ἦλθε ... ἔ. Il.11.716, cf. h.Merc.284, Maiist.45, τί ποτ' αἴρομαι ἔ. οὕτω δείμασι φάσμασιν; E.Hec.69, κοῖται Pi.P.11.25, ὄψεις A.Pr.645, cf. E.Hec.72, δεῖμά τ' ἔννυχον Trag.Adesp.626d, ὄνειροι E.Hel.1190, HF 112, cf. Orac.Sib.3.293, ἀλάλαγμα Nonn.D.2.172, στίβη Babr.12.16, op. ἠμάτιος Arat.580
ac. neutr. adverb. ἔννυχον durante la noche τὴν τε λοιπὴν ἐμηχανῶντο περὶ αὐτοὺς ἀσφάλειαν ἔ. LXX 3Ma.5.5, plu. ἔννυχα λίαν ἀναστάς Eu.Marc.1.35, compar. ἐννυχώτερον ταύτας ἀνίστη más de noche las levantaba Aesop.55.3 (var. ἐννυχέστερον Aesop.55.1).
2 fig. que habita la oscuridad, tenebroso de Hades, S.Tr.501
oscuro, engañoso de los sofistas, Plu.2.1066c.

English (Thayer)

ἔννυχον (νύξ), nightly, nocturnal (Homer, Pindar, Tragg.). Neuter adverbially, by night: L T Tr WH have neuter plural ἔννυχα (cf. Winer s Grammar, 463 (432); Buttmann, § 128,2).

Greek Monolingual

ἔννυχος, -ον (Α)
1. εννύχιος
2. ως επίθ. του Άδη («τὸν ἔννυχον Ἅϊδαν» — ζοφερός, σκοτεινός, Σοφ.)
3. φρ. «ἔννυχος ἠώς» — ημέρα θανάτου επιγρ.
4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἔννυχα
στην καρδιά της νύχτας («ἔννυχα λίαν ἀναστάς», ΚΔ).
επίρρ...
ἐννύχως
κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + θ. νυχ- (βλ. νύκτα)].