ἡδυπότης: Difference between revisions
κακῷ δέ τῳ προσεικάζω τάδε → I think this looks like mischief, these things sound ominous to me, these things sound evil to me, I consider these things ominous, I liken these things to something bad
(Bailly1_2) |
(16) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />convive aimable.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[πίνω]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />convive aimable.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[πίνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡδυπότης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (επίθ. του Διονύσου) αυτός που του αρέσει το [[ποτό]], [[λάτρης]] του ποτού, [[φιλοπότης]]<br /><b>2.</b> (για [[αμπέλι]]) αυτό που παρέχει καλό και [[γλυκό]] [[ποτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οινο</i>-[[πότης]] συμ</i>-[[πότης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ου,
A fond of drinking, epith. of Dionysus, AP9.524.8, cf. Hedyl. ap.Ath.4.176d, Man.4.493. II furnishing sweet drink, ἄμπελος Nonn.D.12.249.
German (Pape)
[Seite 1154] ὁ, behaglich trinkend, Dionysus, Anth. (IX, 524); ὁ ἐν ἀκράτοις Hedyl. 12 (App. 34); vgl. Man. 4, 493.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυπότης: -ου, πίνων ἡδέως, φιλοπότης, Διόνυσος Ἀνθ. Π. 9. 524. 8, παραρτ. 34.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
convive aimable.
Étymologie: ἡδύς, πίνω.
Greek Monolingual
ἡδυπότης, ὁ (Α)
1. (επίθ. του Διονύσου) αυτός που του αρέσει το ποτό, λάτρης του ποτού, φιλοπότης
2. (για αμπέλι) αυτό που παρέχει καλό και γλυκό ποτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -πότης (< πίνω), πρβλ. οινο-πότης συμ-πότης.