ἠθοποιός: Difference between revisions
τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles
(Bailly1_2) |
(16) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />qui forme le caractère.<br />'''Étymologie:''' [[ἦθος]], [[ποιέω]]. | |btext=ός, όν :<br />qui forme le caractère.<br />'''Étymologie:''' [[ἦθος]], [[ποιέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ό (AM [[ἠθοποιός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, <i>η [[ηθοποιός]]<br />αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] το να υποδύεται στο [[θέατρο]] ή στον κινηματογράφο πρόσωπα δραμάτων ή κωμωδιών, μελοδραμάτων κ.λπ., εκφράζοντας τα διανοήματα, τα συναισθήματα και τον χαρακτήρα τους με τον λόγο ή με τη μιμική, ο [[θεατρικός]] [[υποκριτής]], ο [[θεατρίνος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που στην καθημερινή ζωή αρέσκεται σε θεατρινισμούς, ο [[θεατρίνος]] της ζωής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα ή ενέργειες) αυτός που διαπλάσσει, που μορφώνει το [[ήθος]], τον χαρακτήρα, [[ηθοπλαστικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἠθοποιόν</i><br />η [[ηθοποιία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήθος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βροχο</i>-[[ποιός]], <i>κακο</i>-[[ποιός]]. Στη νέα ελλ. η [[σημασία]] της λ. «[[εκείνος]] που διαπλάθει το [[ήθος]]» εξελίχθηκε στη σημ. «[[εκείνος]] που αναπαριστά το [[ήθος]]» και [[έτσι]] το [[ηθοποιός]] αντικατέστησε το αρχ. [[υποκριτής]], που με τη [[σειρά]] του έλαβε στη νέα ελλ. [[άλλη]] σημ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν Ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Σ. Βλάχου]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A forming character, ἠ. τὸ θερμόν Arist.Pr.955a32; μέλη S.E.M.6.36; παιδεύσεις Plu.Them. 2; τὸ ἠ.,= foreg. 1, Id.2.660c.
German (Pape)
[Seite 1157] die Sitten, den Charakter bildend; παίδευσις Plut. Themist. 2; μαθήματα Dion. 9; die Sitten, den Charakter eines Andern darstellend, nachbildend, Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
ἠθοποιός: -όν, μορφώνων, διαπλάττων χαρακτῆρα, μέλη Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 36· παίδευσις Πλούτ. Θεμιστ. 2· τὴν γεωργίαν μᾶλλον ὡς ἠθοποιὸν ἢ πλουτοποιὸν ἀγαπήσας ὁ αὐτ. Νόμ. 10 κλ.· - τὸ ἠθ. = ἠθοποιία, ὁ αὐτ. 2. 660Β.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui forme le caractère.
Étymologie: ἦθος, ποιέω.
Greek Monolingual
-ό (AM ἠθοποιός, -όν)
νεοελλ.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η ηθοποιός
αυτός που έχει ως επάγγελμα το να υποδύεται στο θέατρο ή στον κινηματογράφο πρόσωπα δραμάτων ή κωμωδιών, μελοδραμάτων κ.λπ., εκφράζοντας τα διανοήματα, τα συναισθήματα και τον χαρακτήρα τους με τον λόγο ή με τη μιμική, ο θεατρικός υποκριτής, ο θεατρίνος
2. μτφ. αυτός που στην καθημερινή ζωή αρέσκεται σε θεατρινισμούς, ο θεατρίνος της ζωής
αρχ.
1. (για πράγματα ή ενέργειες) αυτός που διαπλάσσει, που μορφώνει το ήθος, τον χαρακτήρα, ηθοπλαστικός
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἠθοποιόν
η ηθοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + -ποιος (< ποιώ), πρβλ. βροχο-ποιός, κακο-ποιός. Στη νέα ελλ. η σημασία της λ. «εκείνος που διαπλάθει το ήθος» εξελίχθηκε στη σημ. «εκείνος που αναπαριστά το ήθος» και έτσι το ηθοποιός αντικατέστησε το αρχ. υποκριτής, που με τη σειρά του έλαβε στη νέα ελλ. άλλη σημ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Σ. Βλάχου].