ἐπαινός: Difference between revisions
ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions
(Autenrieth) |
(12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[αἰνός]]): only fem.; the [[dread]] [[Persephone]], [[consort]] of [[Hades]]. | |auten=([[αἰνός]]): only fem.; the [[dread]] [[Persephone]], [[consort]] of [[Hades]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἐπαινος, -ή, -όν (Α)<br />(μόνο στο θηλ.) ως χαρακτηριστικό επίθ. της Περσεφόνης στον Όμηρο και Ησίοδο) δεινή, φοβερή («[[Ζεύς]] τε [[καταχθόνιος]] καὶ ἐπαινὴ Περσεφόνεια», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />[[επίσης]] της Εκάτης, στον Λουκιανό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αινός]] «[[δεινός]], [[φοβερός]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, only in fem. ἐπαινή,
A awesome, epith. of Περσεφόνεια in Il.9.457, Od.10.491, al., Hes.Th.[768]; of Hecate, Luc.Nec.9; of Demeter, prob. in AP11.42 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 895] ή, όν, nur im fem. ἐπαινὴ Περσεφόνεια, Il. 9, 457. 569 Od. 10, 491. 534. 11, 47 Hes. Th. 768, nach den Alten δεινή, φοβερά, also verstärkt für αἰνή, denn sie ist die Göttinn des furchtbaren Todtenreichs, oder nach den Schol. κατ' ἀντί. φρασιν ἣν οὐκ ἄν τις ἐπαινέσειεν, auch wohl ἣν ἄν τις ἐπαινῶν παραιτήσαιτο, ὡς παραιτητήν, Plut. aud. poet. 5 p. 86, also euphemistisch, die Gepriesene, schwerlich richtig; Buttm. Lexil. II p. 114 ff. schreibt ἐπ' αἰνή, da in den erwähnten Stellen sie immer neben dem Hades genannt wird, u. dazu die furchtbare P.; nur bei Luc. Necyom. 9 steht sie allein.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαινός: -ή, -όν, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν Ἰλ. Ι. 457, 569, ἐν Ὀδ. Κ. 491, 534., Λ 47, καὶ παρ’ Ἡσ. ἐν Θεογ. 768, ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ θηλ. (ἐπαινὴ Περσεφόνεια) ὡς ἐπίθετον τῆς θεᾶς ὅταν ἀναφέρηται μετὰ τοῦ ῞ᾼδου· οὕτω καὶ παρὰ τῷ Λουκ. ἐν Νεκ. 9 μετὰ τῆς Ἑκάτης (διότι ἄλλως καλεῖται ἀγαυή, κτλ.). Κοινῶς ἐκλαμβάνεται ὅτι εἶναι ἐπίτασις τοῦ ἁπλοῦ αἰνή, καθ’ ὑπερβολὴν δεινή, φοβερά, ἀλλὰ τοῦτο ὁ Βουττμ. (Λεξίλογ. ἐν λ. αἶνος 3) ἀπορρίπτει ὡς ἀντίθετον τῇ ἀναλογία, καὶ ἀναγινώσκει διῃρημένως. ἐπ’ αἰνὴ Περσεφόνεια, προσέτι ἡ φοβερὰ Περσ. Ἄλλοι πάλιν θεωροῦσι τὸ ἐπαινὴ ὡς ἐπιτομὴν τοῦ ἐπαινετή, κατ’ εὐφημισμόν, ὡς τὸ ἀμύμων, κτλ. - Ἀρσενικὸν ἢ οὐδέτ. τῆς λέξεως δὲν ἀπαντᾷ.
English (Autenrieth)
(αἰνός): only fem.; the dread Persephone, consort of Hades.
Greek Monolingual
ἐπαινος, -ή, -όν (Α)
(μόνο στο θηλ.) ως χαρακτηριστικό επίθ. της Περσεφόνης στον Όμηρο και Ησίοδο) δεινή, φοβερή («Ζεύς τε καταχθόνιος καὶ ἐπαινὴ Περσεφόνεια», Ομ. Ιλ.)
επίσης της Εκάτης, στον Λουκιανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αινός «δεινός, φοβερός»].