ἐπαινός
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
ἐπαινή, ἐπαινόν, only in fem. ἐπαινή, awesome, epithet of Περσεφόνεια in Il.9.457, Od.10.491, al., Hes.Th.[768]; of Hecate, Luc.Nec.9; of Demeter, prob. in AP11.42 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 895] ή, όν, nur im fem. ἐπαινὴ Περσεφόνεια, Il. 9, 457. 569 Od. 10, 491. 534. 11, 47 Hes. Th. 768, nach den Alten δεινή, φοβερά, also verstärkt für αἰνή, denn sie ist die Göttinn des furchtbaren Todtenreichs, oder nach den Schol. κατ' ἀντί. φρασιν ἣν οὐκ ἄν τις ἐπαινέσειεν, auch wohl ἣν ἄν τις ἐπαινῶν παραιτήσαιτο, ὡς παραιτητήν, Plut. aud. poet. 5 p. 86, also euphemistisch, die Gepriesene, schwerlich richtig; Buttm. Lexil. II p. 114 ff. schreibt ἐπ' αἰνή, da in den erwähnten Stellen sie immer neben dem Hades genannt wird, u. dazu die furchtbare P.; nur bei Luc. Necyom. 9 steht sie allein.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαινός: -ή, -όν, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν Ἰλ. Ι. 457, 569, ἐν Ὀδ. Κ. 491, 534., Λ 47, καὶ παρ’ Ἡσ. ἐν Θεογ. 768, ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ θηλ. (ἐπαινὴ Περσεφόνεια) ὡς ἐπίθετον τῆς θεᾶς ὅταν ἀναφέρηται μετὰ τοῦ ῞ᾼδου· οὕτω καὶ παρὰ τῷ Λουκ. ἐν Νεκ. 9 μετὰ τῆς Ἑκάτης (διότι ἄλλως καλεῖται ἀγαυή, κτλ.). Κοινῶς ἐκλαμβάνεται ὅτι εἶναι ἐπίτασις τοῦ ἁπλοῦ αἰνή, καθ’ ὑπερβολὴν δεινή, φοβερά, ἀλλὰ τοῦτο ὁ Βουττμ. (Λεξίλογ. ἐν λ. αἶνος 3) ἀπορρίπτει ὡς ἀντίθετον τῇ ἀναλογία, καὶ ἀναγινώσκει διῃρημένως. ἐπ’ αἰνὴ Περσεφόνεια, προσέτι ἡ φοβερὰ Περσ. Ἄλλοι πάλιν θεωροῦσι τὸ ἐπαινὴ ὡς ἐπιτομὴν τοῦ ἐπαινετή, κατ’ εὐφημισμόν, ὡς τὸ ἀμύμων, κτλ. - Ἀρσενικὸν ἢ οὐδέτ. τῆς λέξεως δὲν ἀπαντᾷ.
English (Autenrieth)
(αἰνός): only fem.; the dread Persephone, consort of Hades.
Greek Monolingual
ἐπαινος, -ή, -όν (Α)
(μόνο στο θηλ.) ως χαρακτηριστικό επίθ. της Περσεφόνης στον Όμηρο και Ησίοδο) δεινή, φοβερή («Ζεύς τε καταχθόνιος καὶ ἐπαινὴ Περσεφόνεια», Ομ. Ιλ.)
επίσης της Εκάτης, στον Λουκιανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αινός «δεινός, φοβερός»].
(I)
ο (AM ἔπαινος)
η ενέργεια του επαινώ, επιδοκιμασία, επαινετικός λόγος, εγκώμιο
νεοελλ.
δημόσια αναγνώριση και διακήρυξη τών αρετών κάποιου, ηθική ανταμοιβή («ἐπαινος ανδρείας»)
μσν.
1. (για τον θεό) δόξα
2. (ως προσφώνηση) μακάριος
αρχ.
1. συμβουλή, παραίνεση
2. συναίνεση, αμοιβαία συμφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αίνος «λόγος, έπαινος»].
(II)
ἔπαινος, το και σπαν. έπαινον, το (Μ)
1. έπαινος
2. επαινετικός λόγος, εγκώμιο
3. (για τον Χριστό ή τους αγίους) α) δόξα
β) μεγαλείο
4. φήμη
5. φρ. «εἰς τὸ ἔπαινός μου» — είμαι ευτυχής.
Greek Monotonic
ἐπαινός: συναντάται μόνο στο θηλ. ἐπαινή, τρομερή, φοβερή, σε Όμηρ.