επικηρύσσω: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(13) |
(No difference)
|
Revision as of 06:38, 29 September 2017
Greek Monolingual
(AM ἐπικηρύσσω, αττ. τ. ἐπικηρύττω) κηρύσσω
προκηρύσσω αμοιβή για τον φόνο, τη σύλληψη ή την κατάδοση επικίνδυνου ατόμου («ἐπεκήρυξαν δέ καὶ χρημάτων πλῆθος τοῑς ἀνελοῡσι τὸν τύραννον», Διόδ. Σικ.)
αρχ.
1. κοινοποιώ, γνωστοποιώ με προκήρυξη
2. καθορίζω ποινή και τήν ανακοινώνω δημόσια με κήρυκα
3. αναγορεύω επίσημα, ανακηρύσσω δημόσια («πύργοις ἐπεμβάς κἀπικηρυχθείς χθονί», Αισχύλ.)
4. εκθέτω σε δημοπρασία («ἐπικηρύσσω τάς ὠνάς», Πλούτ.).