κεραύνιος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> qui concerne la foudre, de la foudre;<br /><b>2</b> frappé de la foudre.<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνός]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> qui concerne la foudre, de la foudre;<br /><b>2</b> frappé de la foudre.<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνός]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[κεραύνιος]], -ία -ον, Α καί -ος, -ον)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραυνό ή αυτός που προκαλείται από τον κεραυνό («βροντῇ καὶ κεραυνίᾳ φλογί», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό, [[κεραυνόπληκτος]]<br /><b>2.</b> [[κεραύνειος]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κεραύνιος]]<br />[[είδος]] επιδέσμου<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[κεραυνία]]<br />το [[φυτό]] αείζωον το [[μικρόν]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[κεραύνιον]]<br />α) το [[φυτό]] ύδνον το θερινόν<br />β) [[σημείο]] το οποίο χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι κριτικοί για [[δήλωση]] φθαρμένων χωρίων συγγραφέων<br />γ) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κεραύνια</i><br />i) κορυφές που πλήττονται από τον κεραυνό<br />ii) ως [[τοπωνύμιο]] πολλών βουνών («τὰ Κεραύνια δ' ὁμοίως ὄρη κλείει πρὸς αὐτὸν τὸ [[στόμα]] τοῡ Ἰονίου κόλπου», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κεραυνία]] [[λίθος]]» — το [[ηλιοτρόπιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]]. Η ονομ. του φυτού οφείλεται στο ότι οι αρχαίοι πίστευαν [[είτε]] ότι προστάτευε από τον κεραυνό [[είτε]] ότι φύτρωνε στο [[σημείο]] πτώσεως ενός κεραυνού].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραύνιος Medium diacritics: κεραύνιος Low diacritics: κεραύνιος Capitals: ΚΕΡΑΥΝΙΟΣ
Transliteration A: keraúnios Transliteration B: keraunios Transliteration C: keraynios Beta Code: kerau/nios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον A.Th.430, E.Ba.594 (anap.):—

   A of a thunderbolt, βολαί A. l.c.; φλόξ Id.Pr.1017; πέμφιξ S.Fr.538; πῦρ, λαμπάδες, E.Tr.80, Ba.244; θάνατος death by the thunderbolt, Call.Aet.3.1.64; λίθος heliotrope, PHolm.10.37, Porph.VP17, cf. Plin.HN37.132.    2 thundersmitten, of Semele, S.Ant.1139 (lyr.), E.Ba.6; Καπανέως κ. δέμας Id.Supp.496; τὰ Κεραύνια the 'thunder-splitten peaks', name of several mountain ridges, Str.6.3.5, etc.    3 κεραύνιος, ὁ, kind of bandage, Sor.Fasc.37.    II = κεραύνειος, Ζεύς Arist.Mu.401a17, Milet.1(7).278; applied to Philip, AP6.115 (Antip. <Sid.>).

German (Pape)

[Seite 1422] auch 2 Endgn, zum Donnerkeil gehörig; φλὸξ κεραυνία Aesch. Prom. 1019; βολαὶ κεραύνιοι Spt. 412; πῦρ, Blitz, Eur. Tr. 80; λαμπάσιν κεραυνίοις u. κεραυνίαις, Bacch. 244 Suppl. 1011; vom Blitz getroffen, Καπανέως δέμας 512; vgl. ματρὶ σὺν κεραυνίᾳ, von der Semele, Soph. Ant. 1126, wie Eur. Bacch. 6. Aber bei Antp. Sid. 18 (VI, 115) ehrendes Beiwort des Philipp, wie κεραύνειος; auch Ζεύς, der Donnerer, Arist. mund. 7.

Greek (Liddell-Scott)

κεραύνιος: -α, -ον, ὡσαύτως, ος, ον, Αἰσχύλ. Θήβ. 430· ― ἀνήκων εἰς τὸν κεραυνόν, βολαὶ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· φλὸξ ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 1017· πέμφιξ Σοφ. Ἀποσπ. 483· πῦρ, λαμπὰς Εὐρ. Τρῳ. 80, Βάκχ. 244. 2) ὁ ὑπὸ τοῦ κεραυνοῦ πληγείς, ἐπὶ τῆς Σεμέλης, Σοφ. Ἀντ. 1139· Καπανέως κεραύνιον δέμας Εὐρ. Ἱκέτ. 496, πρβλ. Βάκχ. 6· ― τὰ κεραύνια, αἱ ὑπὸ τοῦ κεραυνοῦ πληττόμεναι κορυφαὶ πολλῶν σειρῶν ὀρέων, Στράβ. 281, κτλ., Οὐεργ. Αἰν. 3. 506· ὡσαύτως, Acroceraunia. ΙΙ. = κεραύνειος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 7. 2· Ζανὶ Ἀνθ. Π. 7. 44.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 qui concerne la foudre, de la foudre;
2 frappé de la foudre.
Étymologie: κεραυνός.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ κεραύνιος, -ία -ον, Α καί -ος, -ον)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραυνό ή αυτός που προκαλείται από τον κεραυνό («βροντῇ καὶ κεραυνίᾳ φλογί», Αισχύλ.)
αρχ.
1. αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό, κεραυνόπληκτος
2. κεραύνειος
3. το αρσ. ως ουσ. κεραύνιος
είδος επιδέσμου
2. το θηλ. ως ουσ. κεραυνία
το φυτό αείζωον το μικρόν
3. το ουδ. ως ουσ. το κεραύνιον
α) το φυτό ύδνον το θερινόν
β) σημείο το οποίο χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι κριτικοί για δήλωση φθαρμένων χωρίων συγγραφέων
γ) στον πληθ. τὰ κεραύνια
i) κορυφές που πλήττονται από τον κεραυνό
ii) ως τοπωνύμιο πολλών βουνών («τὰ Κεραύνια δ' ὁμοίως ὄρη κλείει πρὸς αὐτὸν τὸ στόμα τοῡ Ἰονίου κόλπου», Στράβ.)
4. φρ. «κεραυνία λίθος» — το ηλιοτρόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός. Η ονομ. του φυτού οφείλεται στο ότι οι αρχαίοι πίστευαν είτε ότι προστάτευε από τον κεραυνό είτε ότι φύτρωνε στο σημείο πτώσεως ενός κεραυνού].