κόλπωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />vêtement ample et qui fait des plis.<br />'''Étymologie:''' [[κολπόω]].
|btext=ατος (τό) :<br />vêtement ample et qui fait des plis.<br />'''Étymologie:''' [[κολπόω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[κόλπωμα]]) [[κολπώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κόλπος]], [[εσοχή]]<br /><b>2.</b> [[καμπυλότητα]], [[φούσκωμα]]<br /><b>3.</b> [[αναδίπλωση]], [[πτύχωση]]<br /><b>4.</b> <b>ανατ.</b> [[κολποειδής]] [[σχηματισμός]] του σώματος («[[κόλπωμα]] κωναρίου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοίλωμα]] («[[κόλπωμα]] τών μέσων, ώσπερ εἴωθεν ἐν μεγάλοις μετώποις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ένδυμα]] με πολλές πτυχές που συνήθιζαν να φορούν οι βασιλείς στις τραγωδίες<br /><b>3.</b> [[χάσμα]], [[άβυσσος]].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλπωμα Medium diacritics: κόλπωμα Low diacritics: κόλπωμα Capitals: ΚΟΛΠΩΜΑ
Transliteration A: kólpōma Transliteration B: kolpōma Transliteration C: kolpoma Beta Code: ko/lpwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A bellying or bulging out, of the centre in a line of battle, Plu.Mar.25.    II garment with ample folds, worn by kings in Tragedy, Poll.4.116, An.Par.1.19.

German (Pape)

[Seite 1476] τό, der gemachte Busen, Bausch; Plut. Har. 25; Poll. 4, 116.

Greek (Liddell-Scott)

κόλπωμα: τό, ἱμάτιον πτυχῶδες, οἷον ἐφόρουν οἱ βασιλεῖς ἐν τῇ Τραγωδίᾳ, Πλουτ. Μάρ. 25, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 116, Κραμήρ. Ἀνέκ. Παρ. 1. 19.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement ample et qui fait des plis.
Étymologie: κολπόω.

Greek Monolingual

το (AM κόλπωμα) κολπώ
νεοελλ.
1. κόλπος, εσοχή
2. καμπυλότητα, φούσκωμα
3. αναδίπλωση, πτύχωση
4. ανατ. κολποειδής σχηματισμός του σώματος («κόλπωμα κωναρίου»)
αρχ.
1. κοίλωμακόλπωμα τών μέσων, ώσπερ εἴωθεν ἐν μεγάλοις μετώποις», Πλούτ.)
2. ένδυμα με πολλές πτυχές που συνήθιζαν να φορούν οι βασιλείς στις τραγωδίες
3. χάσμα, άβυσσος.