λεπταίνω: Difference between revisions
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
(23) |
(No difference)
|
Revision as of 06:43, 29 September 2017
Greek Monolingual
και λεπτύνω (AM λεπτύνω) λεπτός
1. καθιστώ κάτι λεπτό, το εκλεπτύνω (α. «λεπταίνω το σύρμα» β. «καὶ λεπτυνῶ αὐτοὺς ὡς χνοῡν κατὰ πρόσωπον ἀνέμου, εἰς πηλὸν πλατειῶν λεανῶ αὐτούς», ΠΔ)
2. κάνω κάτι ή κάποιον ισχνό, αδύνατο (α. «σέ λέπτυνε η δίαιτα» β. «αἱ ταλαιπωρίαι λεπτύνουσι [τὰ πρόβατα]», Αριστοτ.
γ. «λελεπτυσμένος κατὰ τὴν οὐράν», Φιλούμ.)
3. (σχετικά με το πνεύμα) οξύνω (α. «η μόρφωση λέπτυνε το μυαλό του» β. «καὶ πως ἤδη λεπτυνάμενος εἰς νοῡν καὶ ἰσχνολογεῑν ἐπιπνευσθείς», Ευστ.)
4. κάνω τη φωνή μου οξεία
νεοελλ.
(αμτβ.) γίνομαι λεπτός, αδυνατίζω («προσπαθεί να λεπτύνει με τη γυμναστική»)
νεοελλ.-μσν.
κάνω κάποιον λεπτό στους τρόπους, εξευγενίζω («η καλή συντροφιά τον έκανε να λεπτύνει τους τρόπους του»)
μσν.
1. κάνω βαθιά τομή σε κάτι
2. ερμηνεύω, αναλύω
3. διαλύω, συντρίβω
μσν.-αρχ.
ξεφλουδίζω
αρχ.
1. (για πράγματα ή στρατ. μονάδες) αραιώνω
2. (σχετικά με την τροφή) χωνεύω
3. αλωνίζω
4. λιχνίζω.