ἀμφιτάπης: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(big3_3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ητος, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[tapiz que lleva dibujos por las dos caras]], [[reversible]] Alex.93, Diph.51, Ael.Dion.α 112, Ammon.<i>Diff</i>.461, Poll.10.53, <i>CIG</i> 3071 (Teos), Hsch.
|dgtxt=-ητος, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[tapiz que lleva dibujos por las dos caras]], [[reversible]] Alex.93, Diph.51, Ael.Dion.α 112, Ammon.<i>Diff</i>.461, Poll.10.53, <i>CIG</i> 3071 (Teos), Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμφιτάπης]] (-ητος), ο και ἀμφίταπις (-ιδος), η και [[ἀμφίταπος]] (-ου), ο (Α)<br />[[κουβέρτα]] ή [[χαλί]] με [[πέλος]] και στις δύο πλευρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τάπης]]. Ως β' συνθετικό η λ. [[τάπης]] εμφανίζεται και ως -<i>ταπις</i>, -<i>ιδος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ψιλόταπις]]) και ως -<i>ταπος</i>, -<i>ου</i>].
}}
}}

Revision as of 06:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιτάπης Medium diacritics: ἀμφιτάπης Low diacritics: αμφιτάπης Capitals: ΑΜΦΙΤΑΠΗΣ
Transliteration A: amphitápēs Transliteration B: amphitapēs Transliteration C: amfitapis Beta Code: a)mfita/phs

English (LSJ)

[ᾰ], ητος, ὁ,

   A rug or carpet with pile on both sides, Alex. 93, Diph.51; but also ἀμφιτάπητες ψιλαί CIG3071 (Teos):—also ἀμφίταπις, ιδος, ἡ, Ael.Dion.Fr.304, Lyconap.D.L.5.72; and ἀμφίταπος, ὁ, PEdgar29.4 (iii B. C.), LXX Pr.7.16, Callix.2.

German (Pape)

[Seite 144] ητος, ὁ, Alexis B. A. 83 u. Diphil. Poll. 10, 38, u. ἀμφίταπις, ιδος, ἡ, eine auf beiden Seiten wollige Decke, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιτάπης: [ᾰ], ητος, ὁ, ὕφασματάπης ἀμφοτέρωθεν χνοώδης, ἀμφίμαλλος, Ἄλεξις ἐν «Ἰάσιδι» 1, Δίφιλ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1· ἀλλ’ εὕρηται καὶ ἀμφιτάπητες ψιλαὶ Ἐπιγρ. Τηία ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3071: - οὕτως, ἀμφίταπις, ιδος, ἡ, Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐσταθ. 746. 39· καί ἀμφίταπος, ὁ, Ἑβδ. (Παρ. Ζ΄, 13), Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 197Β, - ἐν οἷς χωρίοις γίνεται λόγος περὶ πολυτελῶν Αἰγυπτίων ταπήτων.

Spanish (DGE)

-ητος, ὁ

• Prosodia: [-ᾰ-]
tapiz que lleva dibujos por las dos caras, reversible Alex.93, Diph.51, Ael.Dion.α 112, Ammon.Diff.461, Poll.10.53, CIG 3071 (Teos), Hsch.

Greek Monolingual

ἀμφιτάπης (-ητος), ο και ἀμφίταπις (-ιδος), η και ἀμφίταπος (-ου), ο (Α)
κουβέρτα ή χαλί με πέλος και στις δύο πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + τάπης. Ως β' συνθετικό η λ. τάπης εμφανίζεται και ως -ταπις, -ιδος (πρβλ. και ψιλόταπις) και ως -ταπος, -ου].