ἀνακῶς: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(big3_4) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀνᾰκῶς)<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />adv. [[cuidadosamente]] ἢν δέ τις [[ἀνακῶς]] θεραπεύῃ Hp.<i>Carn</i>.19, ἀ. ἔχειν atender cuidadosamente</i> Plu.<i>Thes</i>.33, [[ἀνακῶς]] δὲ ἔχειν τῶν πορθμέων tener cuidado con los marinos</i> Hdt.1.24, cf. 8.109, ὅπως αὐτῶν [[ἀνακῶς]] ἕξουσιν Th.8.102, τῆς θύρας ἀ. ἔχειν Pl.Com.177A, cf. Moer.43.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Es prob. que se relacione con [[ἄναξ]], en cuyo caso el sent. antiguo de esta palabra sería ‘velando por’. El que el adv. esté formado sobre un tema ἀνακ- en lugar de ἀνακτ- no plantea dificultad esp. teniendo en cuenta [[ἀνακός]], ἄνακες. | |dgtxt=(ἀνᾰκῶς)<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />adv. [[cuidadosamente]] ἢν δέ τις [[ἀνακῶς]] θεραπεύῃ Hp.<i>Carn</i>.19, ἀ. ἔχειν atender cuidadosamente</i> Plu.<i>Thes</i>.33, [[ἀνακῶς]] δὲ ἔχειν τῶν πορθμέων tener cuidado con los marinos</i> Hdt.1.24, cf. 8.109, ὅπως αὐτῶν [[ἀνακῶς]] ἕξουσιν Th.8.102, τῆς θύρας ἀ. ἔχειν Pl.Com.177A, cf. Moer.43.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Es prob. que se relacione con [[ἄναξ]], en cuyo caso el sent. antiguo de esta palabra sería ‘velando por’. El que el adv. esté formado sobre un tema ἀνακ- en lugar de ἀνακτ- no plantea dificultad esp. teniendo en cuenta [[ἀνακός]], ἄνακες. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνακῶς]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> επιμελώς, με [[φροντίδα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀνακῶς]] ἔχω τινός», [[φροντίζω]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[ἀνακῶς]] απαντά [[πάντα]] σε φράσεις του τ. [[ἀνακῶς]] ἔχειν τινός</i>. Ο τ. δημιουργήθηκε [[είτε]] από θ. <i>ἀνακ</i>-([[ἄναξ]] «αυτός που επαγρυπνά για [[κάτι]]»), [[άποψη]] που δἐχονται και οι αρχαίοι γραμματικοί, [[είτε]] από τ. <i>ἀνακόως</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀνακόος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνακοέω</i> <span style="color: red;"><</span> [[κοέω]]). (Πρβλ. και [[ἀμνοκῶν]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμνοκόων</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.
A carefully, ἀνακῶς ἔχειν τινός look well to a thing, give good heed to it, Hdt.1.24, 8.109, Th.8.102, Plu.Thes.33; ἀ. θεραπεύειν Hp.Carn.19; τὰς (τῆς Pierson) θύρας ἀ. ἔχων Pl.Com.202.— Dor. acc. to Erot. s. v., but found in Ion. and Early Att. (Connected with ἄναξ by Plu. l. c., cf. AB391, Phot.p.113R.)
German (Pape)
[Seite 194] (nach Döderlein für ἀνεχῶς, einfacher von ἄναξ, ἀνακός, eigtl. Besorger, Verwalter), ἀνακῶς ἔχειν τινός, Acht haben, Sorge tragen für etwas, Her. 1, 24. 8, 109; Thuc. 8, 102; Plat. com. bei Moer.; Plut. Thes. 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακῶς: ἐπίρρ., ἐπιμελῶς: - ἀνακῶς ἔχειν τινός, φροντίζειν, μεριμνᾶν περί τινος, καταβάλλειν δι’ αὐτὸ πολλὴν ἐπιμέλειαν, Ἡροδ. 1. 24, 8. 109, Θουκ. 8. 102, Πλουτ. Θησ. 33· ἐν Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 22, ἀντὶ τοῦ τὰς θύρας ἀν. ἔχων, πρέπει νὰ διορθωθῇ τῆς ἢ τὰς θύρας. - Ὁ Ἐρωτιανὸς ἀναφέρων τὴν λέξιν λέγει ὅτι εἶναι Δωρική, ἀλλ’ ὡς καταφαίνεται ἐκ τῶν ἀνωτέρω παραδειγμάτων εὕρηται παρά τε τοῖς Ἀττικοῖς καὶ ἄλλοις: «ἀνακῶς, ἐπιμελῶς καὶ περιπεφυλαγμένως· ἔστι δὲ ἡ λέξις Δωρική» Ἐρωτ. (Ἐκ τοῦ ἀνακὸς = ἄναξ, διοικητής, ἐπιμελητής, πρβλ. Ἄνακες).
French (Bailly abrégé)
adv.
avec soin : ἀνακῶς ἔχειν τινός avoir soin de qch.
Étymologie: ἀνάσσω.
Spanish (DGE)
(ἀνᾰκῶς)
• Prosodia: [ᾰ-]
adv. cuidadosamente ἢν δέ τις ἀνακῶς θεραπεύῃ Hp.Carn.19, ἀ. ἔχειν atender cuidadosamente Plu.Thes.33, ἀνακῶς δὲ ἔχειν τῶν πορθμέων tener cuidado con los marinos Hdt.1.24, cf. 8.109, ὅπως αὐτῶν ἀνακῶς ἕξουσιν Th.8.102, τῆς θύρας ἀ. ἔχειν Pl.Com.177A, cf. Moer.43.
• Etimología: Es prob. que se relacione con ἄναξ, en cuyo caso el sent. antiguo de esta palabra sería ‘velando por’. El que el adv. esté formado sobre un tema ἀνακ- en lugar de ἀνακτ- no plantea dificultad esp. teniendo en cuenta ἀνακός, ἄνακες.
Greek Monolingual
ἀνακῶς επίρρ. (Α)
1. επιμελώς, με φροντίδα
2. φρ. «ἀνακῶς ἔχω τινός», φροντίζω για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ἀνακῶς απαντά πάντα σε φράσεις του τ. ἀνακῶς ἔχειν τινός. Ο τ. δημιουργήθηκε είτε από θ. ἀνακ-(ἄναξ «αυτός που επαγρυπνά για κάτι»), άποψη που δἐχονται και οι αρχαίοι γραμματικοί, είτε από τ. ἀνακόως (< ἀνακόος < ἀνακοέω < κοέω). (Πρβλ. και ἀμνοκῶν < ἀμνοκόων)].