ἀναισθησία: Difference between revisions

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
(big3_4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -ίη Aret.<i>SA</i> 1.5<br /><b class="num">1</b> [[insensibilidad]] Pl.<i>Ti</i>.74e, <i>Ax</i>.365d, Epicur.<i>Ep</i>.[2] 81, μετ' ἀναισθησίας sin necesidad de la sensación</i> Pl.<i>Ti</i>.52b<br /><b class="num">•</b>[[insensibilidad]] al placer o a lo desagradable, Arist.<i>EN</i> 1119<sup>a</sup>7<br /><b class="num">•</b>en buen sent. μακάριός ἐστιν ὁ νοῦς, ὁ κατὰ τὸν καιρὸν τῆς προσευχῆς τελείαν ἀναισθησίαν κτησάμενος Euagr.Pont.<i>Or</i>.M.79.1193B<br /><b class="num">•</b>de un árbol [[δένδρον]] ... ἄψυχον ... ἔχει πάντα πρὸς ἀναισθησίαν Plu.2.992d.<br /><b class="num">2</b> [[falta de percepción]] mental, moral o espiritual, c. gen. obj. ἔχοντος ... ἀναισθησίαν δὲ τοῦ ἁγίου πνεύματος Dion.Alex. en Eus.<i>HE</i> 7.6<br /><b class="num">•</b>c. gen. subjet. ψυχῆς Chrys.M.51.56<br /><b class="num">•</b>en una lista de ψυχικὰ πάθη Io.D.M.95.88B.<br /><b class="num">3</b> [[estado de inconsciencia]] καταπίπτουσιν οἱ ἄνθρωποι μετ' ἀναισθησίας caen inconscientes los hombres</i> Arist.<i>HA</i> 514<sup>a</sup>7, cf. Hyp.<i>Lyc</i>.7, M.Ant.3.3<br /><b class="num">•</b>[[estado de estupor]], [[torpor]] Hp.<i>Coac</i>.466, Aret.l.c.<br /><b class="num">4</b> [[anestesia]] Dsc.5.140.<br /><b class="num">5</b> fig. [[insensatez]] Isoc.7.9, D.18.128, 22.64, Ph.2.545<br /><b class="num">•</b>[[locura]] Hp.<i>Ep</i>.10.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -ίη Aret.<i>SA</i> 1.5<br /><b class="num">1</b> [[insensibilidad]] Pl.<i>Ti</i>.74e, <i>Ax</i>.365d, Epicur.<i>Ep</i>.[2] 81, μετ' ἀναισθησίας sin necesidad de la sensación</i> Pl.<i>Ti</i>.52b<br /><b class="num">•</b>[[insensibilidad]] al placer o a lo desagradable, Arist.<i>EN</i> 1119<sup>a</sup>7<br /><b class="num">•</b>en buen sent. μακάριός ἐστιν ὁ νοῦς, ὁ κατὰ τὸν καιρὸν τῆς προσευχῆς τελείαν ἀναισθησίαν κτησάμενος Euagr.Pont.<i>Or</i>.M.79.1193B<br /><b class="num">•</b>de un árbol [[δένδρον]] ... ἄψυχον ... ἔχει πάντα πρὸς ἀναισθησίαν Plu.2.992d.<br /><b class="num">2</b> [[falta de percepción]] mental, moral o espiritual, c. gen. obj. ἔχοντος ... ἀναισθησίαν δὲ τοῦ ἁγίου πνεύματος Dion.Alex. en Eus.<i>HE</i> 7.6<br /><b class="num">•</b>c. gen. subjet. ψυχῆς Chrys.M.51.56<br /><b class="num">•</b>en una lista de ψυχικὰ πάθη Io.D.M.95.88B.<br /><b class="num">3</b> [[estado de inconsciencia]] καταπίπτουσιν οἱ ἄνθρωποι μετ' ἀναισθησίας caen inconscientes los hombres</i> Arist.<i>HA</i> 514<sup>a</sup>7, cf. Hyp.<i>Lyc</i>.7, M.Ant.3.3<br /><b class="num">•</b>[[estado de estupor]], [[torpor]] Hp.<i>Coac</i>.466, Aret.l.c.<br /><b class="num">4</b> [[anestesia]] Dsc.5.140.<br /><b class="num">5</b> fig. [[insensatez]] Isoc.7.9, D.18.128, 22.64, Ph.2.545<br /><b class="num">•</b>[[locura]] Hp.<i>Ep</i>.10.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀναισθησία]])<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] αισθήσεως, μερική ή ολική [[απώλεια]] της αισθητικότητας ολόκληρου του σώματος ή ενός τμήματος του<br /><b>2.</b> [[αμβλύτητα]] [[προς]] τις ηδονές και τους πόνους, ασυγκινησία<br /><b>3.</b> [[έλλειψη]] συναισθήσεως, [[απάθεια]], [[αδιαφορία]], ασπλαχνία<br /><b>4.</b> [[απώλεια]] τών σωματικών αισθήσεων, [[λιποθυμία]], [[κώμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νωθρότητα]] [[κατά]] την [[αντίληψη]], [[βραδύνοια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀναίσθητος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναισθησιακός]], [[αναισθησιτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναισθησιολόγος]]].
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναισθησία Medium diacritics: ἀναισθησία Low diacritics: αναισθησία Capitals: ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ
Transliteration A: anaisthēsía Transliteration B: anaisthēsia Transliteration C: anaisthisia Beta Code: a)naisqhsi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A lack of sensation, Pl.Ti.74e, Epicur.Fr.495; μετ' ἀναισθησίας without the aid of sense-perception, Pl.Ti.52b; unconsciousness, Ax.365d; insensibility to pleasure or pain, Arist.EN1109a4, 1119a7; insensibility under surgical treatment, Dsc.5.140.    2 mental obtuseness, D.22.64.    3 stupor, Aret.SA1.5.

German (Pape)

[Seite 190] ἡ, Unempfindlichkeit, Plat. Phil. 34 a; oft Gefühllosigkeit, Stumpfsinn, Tim. 74 e; εἰς τοῦτ' ἀναισθησίας καὶ τόλμης προελθεῖν Dem. 24, 182; Sp. Vgl. Theophr. char. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναισθησία: ἡ, ἔλλειψις αἰσθήσεως ἢ ἀντιλήψεως, Πλάτ. Τίμ. 52B (ἴδε ἐν. λ. ἀποκναίω): ἔλλειψις αἰσθήσεως πρὸς τὰς ἡδονὰς ἢ τὰς ἀλγηδόνας, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 8, 6., 3. 11, 7. 3) ἀπονάρκωσις, κῶμα, ἀναισθησία, Πλάτ. Τίμ. 74E, Ἀρετ. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 5: ἔλλειψις συνειδήσεως ἢ ἐξωτερικῆς αἰσθήσεως, Πλάτ. Ἀξ. 365D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 insensibilité;
2 stupidité, inconscience.
Étymologie: ἀναίσθητος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -ίη Aret.SA 1.5
1 insensibilidad Pl.Ti.74e, Ax.365d, Epicur.Ep.[2] 81, μετ' ἀναισθησίας sin necesidad de la sensación Pl.Ti.52b
insensibilidad al placer o a lo desagradable, Arist.EN 1119a7
en buen sent. μακάριός ἐστιν ὁ νοῦς, ὁ κατὰ τὸν καιρὸν τῆς προσευχῆς τελείαν ἀναισθησίαν κτησάμενος Euagr.Pont.Or.M.79.1193B
de un árbol δένδρον ... ἄψυχον ... ἔχει πάντα πρὸς ἀναισθησίαν Plu.2.992d.
2 falta de percepción mental, moral o espiritual, c. gen. obj. ἔχοντος ... ἀναισθησίαν δὲ τοῦ ἁγίου πνεύματος Dion.Alex. en Eus.HE 7.6
c. gen. subjet. ψυχῆς Chrys.M.51.56
en una lista de ψυχικὰ πάθη Io.D.M.95.88B.
3 estado de inconsciencia καταπίπτουσιν οἱ ἄνθρωποι μετ' ἀναισθησίας caen inconscientes los hombres Arist.HA 514a7, cf. Hyp.Lyc.7, M.Ant.3.3
estado de estupor, torpor Hp.Coac.466, Aret.l.c.
4 anestesia Dsc.5.140.
5 fig. insensatez Isoc.7.9, D.18.128, 22.64, Ph.2.545
locura Hp.Ep.10.

Greek Monolingual

η (Α ἀναισθησία)
1. έλλειψη αισθήσεως, μερική ή ολική απώλεια της αισθητικότητας ολόκληρου του σώματος ή ενός τμήματος του
2. αμβλύτητα προς τις ηδονές και τους πόνους, ασυγκινησία
3. έλλειψη συναισθήσεως, απάθεια, αδιαφορία, ασπλαχνία
4. απώλεια τών σωματικών αισθήσεων, λιποθυμία, κώμα
αρχ.
νωθρότητα κατά την αντίληψη, βραδύνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσθητος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθησιακός, αναισθησιτικός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναισθησιολόγος].