ἀοίκητος: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(big3_5)
(5)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[deshabitado]], [[desierto]] ἀ. ... καὶ ἔρημος ἡ ... Λιβύη Hdt.2.34, τὰ ὑπὸ τὴν ἄρκτον ἀοίκητα las regiones deshabitadas del Norte</i> Hdt.5.10, πόλις Pl.<i>Lg</i>.778b, LXX <i>De</i>.13.17, <i>OGI</i> 669.40 (I d.C.), ἀ. ... ἦν ἡ Λακεδαίμων Lys.<i>Fr</i>.7.3, πέτρα Babr.12.20, χώρα Archim.<i>Aren</i>.1 (p.134.5), γῆ LXX <i>Io</i>.13.3, οἶκος LXX <i>Ib</i>.8.14, διώδευσαν ἔρημον ἀ. LXX <i>Sap</i>.11.2, οἰκία <i>POsl</i>.111.132, τὰ ἄκρα (τῶν Ἄλπεων) Plb.2.15.10, [[ἀκρωτήριον]] Philostr.<i>VA</i> 5.3, de los círculos polares, Ach.Tat.<i>Intr.Arat</i>.29.<br /><b class="num">2</b> [[inhabitable]] de ciu. con leyes atrasadas, Isoc.15.22, τὰ θ' ὑπὸ τὴν ἄρκτον ὑπὸ ψύχους ἀοίκητα las regiones próximas al polo son inhabitables a causa del frío</i> Arist.<i>Mete</i>.362<sup>b</sup>9.<br /><b class="num">3</b> [[que no tiene medios económicos]] ἀοίκητον δὲ τὸν Ἀρχεδήμου παῖδα ... πεποίηκας has dejado en la calle al hijo de Arquedemo</i> D.45.70.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[deshabitado]], [[desierto]] ἀ. ... καὶ ἔρημος ἡ ... Λιβύη Hdt.2.34, τὰ ὑπὸ τὴν ἄρκτον ἀοίκητα las regiones deshabitadas del Norte</i> Hdt.5.10, πόλις Pl.<i>Lg</i>.778b, LXX <i>De</i>.13.17, <i>OGI</i> 669.40 (I d.C.), ἀ. ... ἦν ἡ Λακεδαίμων Lys.<i>Fr</i>.7.3, πέτρα Babr.12.20, χώρα Archim.<i>Aren</i>.1 (p.134.5), γῆ LXX <i>Io</i>.13.3, οἶκος LXX <i>Ib</i>.8.14, διώδευσαν ἔρημον ἀ. LXX <i>Sap</i>.11.2, οἰκία <i>POsl</i>.111.132, τὰ ἄκρα (τῶν Ἄλπεων) Plb.2.15.10, [[ἀκρωτήριον]] Philostr.<i>VA</i> 5.3, de los círculos polares, Ach.Tat.<i>Intr.Arat</i>.29.<br /><b class="num">2</b> [[inhabitable]] de ciu. con leyes atrasadas, Isoc.15.22, τὰ θ' ὑπὸ τὴν ἄρκτον ὑπὸ ψύχους ἀοίκητα las regiones próximas al polo son inhabitables a causa del frío</i> Arist.<i>Mete</i>.362<sup>b</sup>9.<br /><b class="num">3</b> [[que no tiene medios económicos]] ἀοίκητον δὲ τὸν Ἀρχεδήμου παῖδα ... πεποίηκας has dejado en la calle al hijo de Arquedemo</i> D.45.70.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀοίκητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατοικείται από ανθρώπους, [[ακατοίκητος]]<br /><b>2.</b> μη [[κατοικήσιμος]]<br /><b>3.</b> [[άστεγος]], ξεσπιτωμένος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ποιῶ τινα ἀοίκητον» — [[εξορίζω]] κάποιον από την [[πατρίδα]] του.
}}
}}

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀοίκητος Medium diacritics: ἀοίκητος Low diacritics: αοίκητος Capitals: ΑΟΙΚΗΤΟΣ
Transliteration A: aoíkētos Transliteration B: aoikētos Transliteration C: aoikitos Beta Code: a)oi/khtos

English (LSJ)

ον,

   A uninhabited, ἀ. καὶ ἔρημος ἡ Λιβύη Hdt.2.34, cf. 5.10, Pl.Lg.778b; uninhabitable, Arist.Mete.362b9.    II houseless, ποιεῖν τινα ἀοίκητον banish one from home, D.45.70, cf. Luc.Gall.17.

German (Pape)

[Seite 272] unbewohnt, unbewohnbar, Her. καὶ ἔρημος Λιβύη 2, 34; τὰ ὑπὸ τὴν ἄρκτον ἀοίκητα 5, 10; πόλις Plat. Legg. VI, 778 b; χώρα Isocr. 4, 148. Auch von Menschen, ohne Haus, Dem. 45, 70; Luc. Gall. 17; – ἀνοίκητος ist im Her. u. sonst l. v., doch scheint sich das Digamma bei οἶκος lange erhalten zu haben.

Greek (Liddell-Scott)

ἀοίκητος: -ον, ὁ μὴ κατοικούμενος ὑπ’ ἀνθρώπων, ἀκατοίκητος, ἢ ὃν δὲν δύναται νὰ κατοικήσῃ τις· ἀοίκητος καὶ ἐρῆμοςΛιβύη Ἡρόδ. 2. 34, πρβλ. 4. 31 (διάφ. γραφ. ἀν-), 5.10· οὕτω παρὰ Πλάτ. Νόμ. 778Β· τὰ ἀοίκητα Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 17. ΙΙ. ὁ ἄνευ οἰκίας, ἀνέστιος, ποιεῖν τινα ἀοίκητον, ἐξορίζω τινὰ ἐκ τῆς πατρίδος του, Δημ. 1123. 3 (ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν ἐνταῦθα ἄοικος)· πρβλ. Λουκ. Ἐνύπν. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inhabité, inhabitable;
2 sans maison.
Étymologie: ἀ, οἰκέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 deshabitado, desierto ἀ. ... καὶ ἔρημος ἡ ... Λιβύη Hdt.2.34, τὰ ὑπὸ τὴν ἄρκτον ἀοίκητα las regiones deshabitadas del Norte Hdt.5.10, πόλις Pl.Lg.778b, LXX De.13.17, OGI 669.40 (I d.C.), ἀ. ... ἦν ἡ Λακεδαίμων Lys.Fr.7.3, πέτρα Babr.12.20, χώρα Archim.Aren.1 (p.134.5), γῆ LXX Io.13.3, οἶκος LXX Ib.8.14, διώδευσαν ἔρημον ἀ. LXX Sap.11.2, οἰκία POsl.111.132, τὰ ἄκρα (τῶν Ἄλπεων) Plb.2.15.10, ἀκρωτήριον Philostr.VA 5.3, de los círculos polares, Ach.Tat.Intr.Arat.29.
2 inhabitable de ciu. con leyes atrasadas, Isoc.15.22, τὰ θ' ὑπὸ τὴν ἄρκτον ὑπὸ ψύχους ἀοίκητα las regiones próximas al polo son inhabitables a causa del frío Arist.Mete.362b9.
3 que no tiene medios económicos ἀοίκητον δὲ τὸν Ἀρχεδήμου παῖδα ... πεποίηκας has dejado en la calle al hijo de Arquedemo D.45.70.

Greek Monolingual

ἀοίκητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν κατοικείται από ανθρώπους, ακατοίκητος
2. μη κατοικήσιμος
3. άστεγος, ξεσπιτωμένος
4. φρ. «ποιῶ τινα ἀοίκητον» — εξορίζω κάποιον από την πατρίδα του.