ἀποφύω: Difference between revisions
ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
(big3_6) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>tr. en v. act. [[hacer nacer, brotar]] bot. ταύτας (<i>sc</i>. τὰς ῥίζας) Thphr.<i>HP</i> 1.6.4<br /><b class="num">•</b>anat. [[ramificar]] φλέβας Gal.15.532, τένοντας Gal.18(2).979.<br /><b class="num">2</b> intr. en v. med., en aor. rad. atem. y perf. act. [[nacer de]] ἀποφῦναι τὸν ὀδόντα τοῦ δευτέρου σφονδύλου Gal.4.25, ἀπὸ τῆς κοίλης φλεβὸς ... ἀποπεφύκασι φλέβες Gal.15.389, cf. Archig. en Aët.6.55 (var.), δέδενται ... δεσμῷ ... ἀπὸ χόνδρων ἀποπεφυκότι [[ἄχρι]] πρὸς τὸν νωτιαῖον (las vértebras) están ligadas por un ligamento que se extiende desde los cartílagos hacia la espina dorsal</i> Hp.<i>Art</i>.45, ἀπὸ τῶν ῥιζῶν ἀποφύεται ... πυρὸς καὶ κρίθη Thphr.<i>CP</i> 4.8.5 fig. [[surgir]] ὁ διττὸς ἀποφύεται στίχος ἑνάδων καὶ οὐσιῶν Dam.<i>Pr</i>.89.<br /><b class="num">II</b> [[faltar]], [[estar ausente]] τούτων ... τῶν ὀνομάτων ... τὰ μὲν τῶν προσόντων τῷ θεῷ, τὰ δὲ τῶν ἀποπεφυκότων ἔχει τὴν ἔμφασιν Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.131. | |dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>tr. en v. act. [[hacer nacer, brotar]] bot. ταύτας (<i>sc</i>. τὰς ῥίζας) Thphr.<i>HP</i> 1.6.4<br /><b class="num">•</b>anat. [[ramificar]] φλέβας Gal.15.532, τένοντας Gal.18(2).979.<br /><b class="num">2</b> intr. en v. med., en aor. rad. atem. y perf. act. [[nacer de]] ἀποφῦναι τὸν ὀδόντα τοῦ δευτέρου σφονδύλου Gal.4.25, ἀπὸ τῆς κοίλης φλεβὸς ... ἀποπεφύκασι φλέβες Gal.15.389, cf. Archig. en Aët.6.55 (var.), δέδενται ... δεσμῷ ... ἀπὸ χόνδρων ἀποπεφυκότι [[ἄχρι]] πρὸς τὸν νωτιαῖον (las vértebras) están ligadas por un ligamento que se extiende desde los cartílagos hacia la espina dorsal</i> Hp.<i>Art</i>.45, ἀπὸ τῶν ῥιζῶν ἀποφύεται ... πυρὸς καὶ κρίθη Thphr.<i>CP</i> 4.8.5 fig. [[surgir]] ὁ διττὸς ἀποφύεται στίχος ἑνάδων καὶ οὐσιῶν Dam.<i>Pr</i>.89.<br /><b class="num">II</b> [[faltar]], [[estar ausente]] τούτων ... τῶν ὀνομάτων ... τὰ μὲν τῶν προσόντων τῷ θεῷ, τὰ δὲ τῶν ἀποπεφυκότων ἔχει τὴν ἔμφασιν Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.131. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀποφύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φυτρώνω]], [[βγάζω]] ρίζες<br /><b>2.</b> (-ομαι)<br />[[μεγαλώνω]] ως [[παραφυάδα]]<br /><b>3.</b> έχω διαφορετική [[φύση]] από κάποιον [[άλλο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:57, 29 September 2017
English (LSJ)
A produce, ῥίζας Thphr.HP1.6.4; of veins, send out branches, ἀ. τὰς φλέβας Gal.15.532; τένοντας Id.18(2).979:—Pass., with aor. 2 and pf. Act., grow afresh, ἀπὸ τῶν ῥιζῶν Thphr.CP4.8.5; of branching veins, Gal.15.389; τρίχες ἀ. Archig. ap. Aët.6.55: metaph., Dam.Pr.89. II part asunder, separate, Hsch.
German (Pape)
[Seite 335] (s. φύω), einen Schößling treiben; med., 1) als Nebenschoß hervorwachsen, daneben wachsen, Theophr. – 2) von verschiedener Natur oder Beschaffenheit sein, πρός τινα Synes. – 3) auseinandergehen, sich trennen, Hesych. διαστῆναι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφύω: φύω, φυτρώνω, «βγάζω» ῥίζας Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 6, 4· ἐν Ἀριστ. Μεταφ. 3. 7, 6 ἀποπέφυκεν (μεταβ.) φαίνεται ἐφθαρμένον· ὑπάρχει δὲ διάφ. γραφ. ἀπέφηνεν. ΙΙ. Παθ. μετ’ ἐνεργ. ἀορ. β΄ καὶ πρκμ., αὐξάνομαι ὡς παραφυάς, μόνα δ’ ἀπὸ τῶν ῥιζῶν ἀποφύεται… πυρὸς καὶ κριθὴ ὁ αὐτ. Αἰτ.Φ.4.8,5· ἐπὶ φλεβῶν, ἀπὸ τῆς κοίλης φλεβὸς αἱ καθ’ ὅλον τὸ ζῷον ἀποπεφύκασι φλέβες Γαλην. τ. 6. σ. 290. 2) εἶμαι διαφόρου φύσεως, πρός τινα ἤ τι μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ., πρβλ. Ρήτορας (Walz) τ. 1. σ. 564. 3) «ἀποφῦναι, διαστῆναι» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
I 1tr. en v. act. hacer nacer, brotar bot. ταύτας (sc. τὰς ῥίζας) Thphr.HP 1.6.4
•anat. ramificar φλέβας Gal.15.532, τένοντας Gal.18(2).979.
2 intr. en v. med., en aor. rad. atem. y perf. act. nacer de ἀποφῦναι τὸν ὀδόντα τοῦ δευτέρου σφονδύλου Gal.4.25, ἀπὸ τῆς κοίλης φλεβὸς ... ἀποπεφύκασι φλέβες Gal.15.389, cf. Archig. en Aët.6.55 (var.), δέδενται ... δεσμῷ ... ἀπὸ χόνδρων ἀποπεφυκότι ἄχρι πρὸς τὸν νωτιαῖον (las vértebras) están ligadas por un ligamento que se extiende desde los cartílagos hacia la espina dorsal Hp.Art.45, ἀπὸ τῶν ῥιζῶν ἀποφύεται ... πυρὸς καὶ κρίθη Thphr.CP 4.8.5 fig. surgir ὁ διττὸς ἀποφύεται στίχος ἑνάδων καὶ οὐσιῶν Dam.Pr.89.
II faltar, estar ausente τούτων ... τῶν ὀνομάτων ... τὰ μὲν τῶν προσόντων τῷ θεῷ, τὰ δὲ τῶν ἀποπεφυκότων ἔχει τὴν ἔμφασιν Gr.Nyss.Eun.2.131.
Greek Monolingual
ἀποφύω (Α)
1. φυτρώνω, βγάζω ρίζες
2. (-ομαι)
μεγαλώνω ως παραφυάδα
3. έχω διαφορετική φύση από κάποιον άλλο.