ἀργηστής: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(big3_6)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ<br />adj. [[brillante]], [[blanco]] πτηνὸς ἀ. ὄφις de una flecha, A.<i>Eu</i>.181<br /><b class="num">•</b>[[blanco]] [[ἀφρός]] A.<i>Th</i>.60, κύκνοι Theoc.25.131, μηλοβότοι πρῶνες ἀργησταί cumbres blanquecinas apacentadoras de ovejas</i> B.5.67.
|dgtxt=-οῦ<br />adj. [[brillante]], [[blanco]] πτηνὸς ἀ. ὄφις de una flecha, A.<i>Eu</i>.181<br /><b class="num">•</b>[[blanco]] [[ἀφρός]] A.<i>Th</i>.60, κύκνοι Theoc.25.131, μηλοβότοι πρῶνες ἀργησταί cumbres blanquecinas apacentadoras de ovejas</i> B.5.67.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀργηστής]], ο (Α)<br />[[αστραφτερός]], [[λαμπερός]], [[λευκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αργής]], με [[επίθημα]] -<i>στής</i>. Ο τ. ανήκει σε μια [[ομάδα]] παράγωγων λέξεων της μεθομηρικής Ιωνικής σε -<i>ηστής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[τευχηστής]], [[ερπηστής]] <b>κ.ά.</b>). Ενδεχόμενη [[επίδραση]] της λ. [[ωμηστής]] στον τ. [[είναι]] αμφίβολη].
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργηστής Medium diacritics: ἀργηστής Low diacritics: αργηστής Capitals: ΑΡΓΗΣΤΗΣ
Transliteration A: argēstḗs Transliteration B: argēstēs Transliteration C: argistis Beta Code: a)rghsth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A = ἀργής, glancing, flashing, πτηνὸς ἀ. ὄφις, of an arrow, A.Eu.181.    2 white, ἀφρός Id.Th.60; κύκνοι Theoc.25.131.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργηστής: -οῦ, ὁ, = ἀργὴς ἢ ἀργήεις, ἀπαστράπτων, ὁ παλλόμενος, πτηνὸς ἀργ. ὄφις Αἰσχύλ. Εὐμ. 181. 2) λευκός, ἀφρὸς ὁ αὐτ. Θήβ. 60· κύκνοι Θεόκρ. 25. 131.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
1 blanc;
2 brillant.
Étymologie: cf. ἀργής et ἀργήεις.

Spanish (DGE)

-οῦ
adj. brillante, blanco πτηνὸς ἀ. ὄφις de una flecha, A.Eu.181
blanco ἀφρός A.Th.60, κύκνοι Theoc.25.131, μηλοβότοι πρῶνες ἀργησταί cumbres blanquecinas apacentadoras de ovejas B.5.67.

Greek Monolingual

ἀργηστής, ο (Α)
αστραφτερός, λαμπερός, λευκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργής, με επίθημα -στής. Ο τ. ανήκει σε μια ομάδα παράγωγων λέξεων της μεθομηρικής Ιωνικής σε -ηστής (πρβλ. τευχηστής, ερπηστής κ.ά.). Ενδεχόμενη επίδραση της λ. ωμηστής στον τ. είναι αμφίβολη].