Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀρμενίζω: Difference between revisions

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
(big3_6)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=náut. [[largar velas]], [[hacerse a la mar]] πλοῖον <i>Cyran</i>.1.13.12, 3.6.3, <i>Phys</i>.A 121.2<br /><b class="num">•</b>[[navegar]] (ὁ πρίων) ὑψοῖ τὰς πτέρυγας [[αὑτοῦ]], καὶ ἀρμενίζει <i>Phys</i>.A 121.3, cf. <i>Gloss</i>.2.245.
|dgtxt=náut. [[largar velas]], [[hacerse a la mar]] πλοῖον <i>Cyran</i>.1.13.12, 3.6.3, <i>Phys</i>.A 121.2<br /><b class="num">•</b>[[navegar]] (ὁ πρίων) ὑψοῖ τὰς πτέρυγας [[αὑτοῦ]], καὶ ἀρμενίζει <i>Phys</i>.A 121.3, cf. <i>Gloss</i>.2.245.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀρμενίζω]])<br />[[ταξιδεύω]] στη [[θάλασσα]] (για τα ιστιοφόρα και τους επιβάτες τους)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποπλέω]], [[ξεκινώ]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] ώστε ν' αποπλεύσει το [[πλοίο]], του [[φουσκώνω]] τα πανιά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «αρμενίζει καλά» — έχει ρυθμίσει καλά τη ζωή του<br /><b>2.</b> «που αρμενίζει ο [[νους]] σου;» — γι' αυτόν που ονειροπολεί<br /><b>3.</b> «έχετε [[γεια]], γειτόνισσες, κι εγώ ψηλ' [[αρμενίζω]]» — ειρωνικά για τον αλαζόνα.
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρμενίζω Medium diacritics: ἀρμενίζω Low diacritics: αρμενίζω Capitals: ΑΡΜΕΝΙΖΩ
Transliteration A: armenízō Transliteration B: armenizō Transliteration C: armenizo Beta Code: a)rmeni/zw

English (LSJ)

   A sail, Gloss.

German (Pape)

[Seite 355] segeln?

Greek (Liddell-Scott)

ἀρμενίζω: μέλλ. ίσω, ὡς καὶ νῦν, πλέω, Γλωσσ.

Spanish (DGE)

náut. largar velas, hacerse a la mar πλοῖον Cyran.1.13.12, 3.6.3, Phys.A 121.2
navegar (ὁ πρίων) ὑψοῖ τὰς πτέρυγας αὑτοῦ, καὶ ἀρμενίζει Phys.A 121.3, cf. Gloss.2.245.

Greek Monolingual

(AM ἀρμενίζω)
ταξιδεύω στη θάλασσα (για τα ιστιοφόρα και τους επιβάτες τους)
μσν.- νεοελλ.
1. αποπλέω, ξεκινώ
2. κάνω ώστε ν' αποπλεύσει το πλοίο, του φουσκώνω τα πανιά
νεοελλ.
φρ.
1. «αρμενίζει καλά» — έχει ρυθμίσει καλά τη ζωή του
2. «που αρμενίζει ο νους σου;» — γι' αυτόν που ονειροπολεί
3. «έχετε γεια, γειτόνισσες, κι εγώ ψηλ' αρμενίζω» — ειρωνικά για τον αλαζόνα.