ἀφόδευμα: Difference between revisions
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(big3_8) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀνφω- <i>PMag</i>.13.240<br />[[excremento]] ἐν ἀφοδεύματι ἀλώπεκος πτερὰ τέττιγος ἐθεασάμην Aesop.245, εἰς τὸ ἀ. ἑαυτῶν βλέπομεν <i>Vit.Aesop.G</i> 67, αἰλούρου Dsc.<i>Eup</i>.1.89, βοὸς ἀ. ξηρόν Horap.1.54, κυνὸς <i>PMag</i>.l.c., κορκοδείλου <i>PMag</i>.13.245, pero identificado c. Αἰθιοπικὴν γῆν en <i>PMag</i>.12.414<br /><b class="num">•</b>[[estiércol]] χηνῶν ἀ. ἅλμῃ λύσας ῥαῖνε τὰ λάχανα <i>Gp</i>.12.11<br /><b class="num">•</b>plu. τὰ ἀφοδεύματα Sch.Ar.<i>Pl</i>.1185. | |dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀνφω- <i>PMag</i>.13.240<br />[[excremento]] ἐν ἀφοδεύματι ἀλώπεκος πτερὰ τέττιγος ἐθεασάμην Aesop.245, εἰς τὸ ἀ. ἑαυτῶν βλέπομεν <i>Vit.Aesop.G</i> 67, αἰλούρου Dsc.<i>Eup</i>.1.89, βοὸς ἀ. ξηρόν Horap.1.54, κυνὸς <i>PMag</i>.l.c., κορκοδείλου <i>PMag</i>.13.245, pero identificado c. Αἰθιοπικὴν γῆν en <i>PMag</i>.12.414<br /><b class="num">•</b>[[estiércol]] χηνῶν ἀ. ἅλμῃ λύσας ῥαῖνε τὰ λάχανα <i>Gp</i>.12.11<br /><b class="num">•</b>plu. τὰ ἀφοδεύματα Sch.Ar.<i>Pl</i>.1185. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[ἀφόδευμα]])<br />το [[αποπάτημα]], το [[χέσιμο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A excrement, Dsc.Eup.1.89, Gp.12.11, Aesop. 400: in pl., Sch.Ar.Pl.1185 (also ἀφοδ-ήματαib.1184). II ἀ. κροκοδείλου, = Αἰθιοπικόν, ajowan, PMag.Leid.V.12.30, W.6.27.
German (Pape)
[Seite 413] τό, der Stuhlgang, Schol. Nic. Erkl. von ἀφόρδιον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφόδευμα: τό, τὸ περίττωμα, κόπρος, Γεωπ. 12. 11· - ἀφόδευσις, ἡ, τῶν περιττωμάτων ἡ κένωσις, Ἐπιστ. Βαρνάβ. 10, Κλήμ. Ἀλ. 221.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Grafía: graf. ἀνφω- PMag.13.240
excremento ἐν ἀφοδεύματι ἀλώπεκος πτερὰ τέττιγος ἐθεασάμην Aesop.245, εἰς τὸ ἀ. ἑαυτῶν βλέπομεν Vit.Aesop.G 67, αἰλούρου Dsc.Eup.1.89, βοὸς ἀ. ξηρόν Horap.1.54, κυνὸς PMag.l.c., κορκοδείλου PMag.13.245, pero identificado c. Αἰθιοπικὴν γῆν en PMag.12.414
•estiércol χηνῶν ἀ. ἅλμῃ λύσας ῥαῖνε τὰ λάχανα Gp.12.11
•plu. τὰ ἀφοδεύματα Sch.Ar.Pl.1185.