γεώπεδον: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[γήπεδον]]. | |dgtxt=v. [[γήπεδον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γεώπεδον]] και [[γεωπέδιον]], το (Α)<br />καλλιεργημένος [[χώρος]] ή [[κήπος]] [[μέσα]] σε [[πόλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γεω</i> - <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> [[πέδον]] «[[έδαφος]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A portion or plot of ground, garden, esp. within a town, Hdt.7.28 (v.l. γεοπέδων, γεωπεδίων); cf. γήπεδον.
German (Pape)
[Seite 488] τό, = γήπεδον, Grundstück, Her. 7, 98, v. l.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
fonds de terre, jardin.
Étymologie: γῆ, πέδον.
Spanish (DGE)
v. γήπεδον.
Greek Monolingual
γεώπεδον και γεωπέδιον, το (Α)
καλλιεργημένος χώρος ή κήπος μέσα σε πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + πέδον «έδαφος»].