δικαιώνω: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
(9)
(No difference)

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Greek Monolingual

και δικιώνω (AM δικαιῶ, -όω- Μ και δικαιώνω) δίκαιος
1. αναγνωρίζω, θεωρώ κάτι ή κάποιον ως δίκαιο
2. δικαιολογώ, υπερασπίζω
3. απονέμω δικαιοσύνη, δικάζω
4. απαλλάσσω από κατηγορία
5. παθ. εκκλ. απολυτρώνομαι, απαλλάσσομαι από τις αμαρτίες
νεοελλ.
παθ.
1. δικαιώνομαι
εκ τών υστέρων αποδεικνύεται ότι ήταν σωστές οι προβλέψεις μου
2. δικαιούμαι
έχω νόμιμο δικαίωμα
αρχ.
1. νομίζω κατάλληλο, έχω αξίωση, απαιτώ κάτι ως δίκαιο
2. συναινώ, επιτρέπω
3. καταδικάζω
4. κολάζω, τιμωρώ
5. εκφέρω κρίση
6. μέσ. απονέμω δικαιοσύνη
7. παθ. βρίσκω το δίκιο μου.