δίοπος: Difference between revisions
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
(big3_12) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[de dos aberturas]], [[αὐλός]] Ath.176f<br /><b class="num">•</b>de una ventana [[doble]] o [[de dos luces]] δίοπα φώτα <i>IG</i> 4.1488.46 (Epidauro IV a.C.). < [[δίοπος]] [[διοπτάω]] > [[δίοπος]], -ου, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[jefe]], [[gobernante]] gener. sin la autoridad máxima, de unos sátrapas βασιλῆς δίοποι A.<i>Pers</i>.44, cf. <i>Fr</i>.232<br /><b class="num">•</b>[[comandante]] δίοποι στρατιᾶς E.<i>Rh</i>.741<br /><b class="num">•</b>[[administrador]] ἐπιστάται δὲ καὶ δίοποι βασιλικοὶ καὶ ἀγελάρχαι Plu.<i>Rom</i>.6<br /><b class="num">•</b>de la divinidad ὁ δ. καὶ κυβερνήτης τοῦ παντὸς λόγος θεῖος Ph.1.145, cf. 2.369.<br /><b class="num">2</b> cierto [[inspector de un barco]] c. responsabilidades no determinadas τῷ ἐκ τοῦ μεγάλου πλοίου διόπῳ Hp.<i>Epid</i>.5.74, 7.36, οἱ τῆς νεὼς φύλακες <i>EM</i> α 266, δ.· ναύαρχος· ἐπιστάτης Hsch.<br /><b class="num">•</b>interpr. como [[διόπτης]] y en rel. c. la r. de ὄψομαι Hsch., cf. Poll.7.139, Ael.Dion.δ 26, Phot.δ 645.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. de [[διά]] y de *<i>sopo</i>- que da lugar a mic. <i>o-pa</i> y a ἕπω q.u. | |dgtxt=-ον<br />[[de dos aberturas]], [[αὐλός]] Ath.176f<br /><b class="num">•</b>de una ventana [[doble]] o [[de dos luces]] δίοπα φώτα <i>IG</i> 4.1488.46 (Epidauro IV a.C.). < [[δίοπος]] [[διοπτάω]] > [[δίοπος]], -ου, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[jefe]], [[gobernante]] gener. sin la autoridad máxima, de unos sátrapas βασιλῆς δίοποι A.<i>Pers</i>.44, cf. <i>Fr</i>.232<br /><b class="num">•</b>[[comandante]] δίοποι στρατιᾶς E.<i>Rh</i>.741<br /><b class="num">•</b>[[administrador]] ἐπιστάται δὲ καὶ δίοποι βασιλικοὶ καὶ ἀγελάρχαι Plu.<i>Rom</i>.6<br /><b class="num">•</b>de la divinidad ὁ δ. καὶ κυβερνήτης τοῦ παντὸς λόγος θεῖος Ph.1.145, cf. 2.369.<br /><b class="num">2</b> cierto [[inspector de un barco]] c. responsabilidades no determinadas τῷ ἐκ τοῦ μεγάλου πλοίου διόπῳ Hp.<i>Epid</i>.5.74, 7.36, οἱ τῆς νεὼς φύλακες <i>EM</i> α 266, δ.· ναύαρχος· ἐπιστάτης Hsch.<br /><b class="num">•</b>interpr. como [[διόπτης]] y en rel. c. la r. de ὄψομαι Hsch., cf. Poll.7.139, Ael.Dion.δ 26, Phot.δ 645.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. de [[διά]] y de *<i>sopo</i>- que da lugar a mic. <i>o-pa</i> y a ἕπω q.u. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[δίοπος]]) [[διέπω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[κατώτερος]] [[βαθμοφόρος]] του πολεμικού ναυτικού [[αντίστοιχος]] του δεκανέα του στρατού ξηράς<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κυβερνήτης]]<br /><b>2.</b> [[κυβερνήτης]] πλοίου<br /><b>3.</b> αυτός που επιστατεί στη [[φόρτωση]] πλοίου και επιτηρεί το [[φορτίο]].———————— <b>(II)</b><br />[[δίοπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο τρύπες («δίοποι αὐλοί»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>οπή</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
(A) [ῑ], ὁ, (διέπω)
A ruler, commander, A.Pers.44 (anap.), E. Rh.741 (anap.); θεὸς δ. πάντων Ph.2.369, cf. 1.145. II captain of a ship, Hp.Epid.7.36, 5.74,EM18.28.
δίοπος (B) [ῐ], ον, (ὀπή)
A with two holes, φῶτες IG4.1488.46 (Epid.); αὐλοί Ath.4.176f.
German (Pape)
[Seite 634] (διέπω), ὁ, Gebieter, Befehlshaber; βασιλῆς Aesch. Pers. 44; στρατιᾶς Eur. Rhes. 741; in sp. Prosa, καὶ ἐπιστάτης Plut. Rom. 6. Bei Hippocr. = Schiffsaufseher, Supercargo, vgl. Harpocr. u. διοπτεύω. zweilöcherig; αὐλοί Ath. IV, 176 f; vgl. Poll. 4, 77.
Greek (Liddell-Scott)
δίοπος: ὁ, (διέπω) κυβερνήτης, διοικητής, Αἰσχύλ. Πέρσ. 44, Εὐρ. Ρήσ. 741. ΙΙ. ὁ ἐπιτετραμμένος τὴν φόρτωσιν πλοίου καὶ τὴν ἐπιτήρησιν τοῦ φορτίου, ἐπιστάτης κατὰ τὴν φόρτωσιν, φορτωτής, Ἐτυμ. Μ. 278, κτλ.· πρβλ. διοπεύω.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
surveillant ; chef ; particul. contremaître d’un navire.
Étymologie: διέπω.
2ος, ον :
percé de deux trous (flûte).
Étymologie: δίς, ὁπή.
Spanish (DGE)
-ον
de dos aberturas, αὐλός Ath.176f
•de una ventana doble o de dos luces δίοπα φώτα IG 4.1488.46 (Epidauro IV a.C.). < δίοπος διοπτάω > δίοπος, -ου, ὁ
1 jefe, gobernante gener. sin la autoridad máxima, de unos sátrapas βασιλῆς δίοποι A.Pers.44, cf. Fr.232
•comandante δίοποι στρατιᾶς E.Rh.741
•administrador ἐπιστάται δὲ καὶ δίοποι βασιλικοὶ καὶ ἀγελάρχαι Plu.Rom.6
•de la divinidad ὁ δ. καὶ κυβερνήτης τοῦ παντὸς λόγος θεῖος Ph.1.145, cf. 2.369.
2 cierto inspector de un barco c. responsabilidades no determinadas τῷ ἐκ τοῦ μεγάλου πλοίου διόπῳ Hp.Epid.5.74, 7.36, οἱ τῆς νεὼς φύλακες EM α 266, δ.· ναύαρχος· ἐπιστάτης Hsch.
•interpr. como διόπτης y en rel. c. la r. de ὄψομαι Hsch., cf. Poll.7.139, Ael.Dion.δ 26, Phot.δ 645.
• Etimología: Comp. de διά y de *sopo- que da lugar a mic. o-pa y a ἕπω q.u.
Greek Monolingual
(I)
ο (AM δίοπος) διέπω
νεοελλ.
ναυτ. κατώτερος βαθμοφόρος του πολεμικού ναυτικού αντίστοιχος του δεκανέα του στρατού ξηράς
αρχ.-μσν.
1. κυβερνήτης
2. κυβερνήτης πλοίου
3. αυτός που επιστατεί στη φόρτωση πλοίου και επιτηρεί το φορτίο.———————— (II)
δίοπος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο τρύπες («δίοποι αὐλοί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + οπή].